Ἡ μεμψιμοιρία εἶναι κατηγορία παρὰ τὸ πρέπον τῶν δῶρων ποὺ λαμβάνει κανείς. Ἰδοὺ δέ τὶ λογῆς
ἄνθρωπος εἶναι ὁ μεμψίμοιρος
Ἂν φὶλος του θυσιάσας στείλῃ εἰς αὐτὸν μερίδα κρέατος, λέγει εἰς τὸν φέροντα ‘ἐλυπήθη ὁ κύριός σου νὰ μὴ φάγω καὶ ἐγὼ ἀπὸ τὸν ζωμὸν τοῦ κρέατος καὶ νὰ πιῶ ὀλίγο κρασάκι, διὰ τοῦτο δὲν μὲ κάλεσε εἰς τὸ δεῖπνον’.
Ἂν ἀπὸ τὴν ἐρωμένην του λαμβάνῃ φιλήματα, τῆς λέγει ‘ἀπορῶ ἂν αὐτὰ προέρχωνται ἀπὸ τὴν καρδιά σου’·
θυμώνει κατὰ τοῦ Διὸς ὄχι διότι δὲν βρέχει ἀλλὰ διότι βρέχει ἀργά.
Ἂν εὕρῃ εἰς τὸν δρόμον βαλλάντιον, λέγει· ‘καλά, ἀλλὰ δὲν ἔχω εὕρει ποτὲ θησαυρό’.
Ἀφοῦ μὲ πολλὰς παρακλήσεις ἀγοράσῃ εὐθηνὰ ἕνα δοῦλον, λέγει εἰς τὸν πωλητὴν ‘ἀπορῶ ὅτι ἔχω ἀγοράσει κάτι χωρὶς ἐλάττωμα τόσο φθηνά’·
Εἰς ἐκεῖνον ποὺ τοῦ φέρει τὴν καλὴν ἀγγελίαν ὅτι ἀπέκτησε υἱὸν λέγει ‘ἀλλὰ πρόσθεσε ὅτι ἐχάθη καὶ τὸ ἥμισυ τῆς περιουσίας μου’.