.
Ο Ιωάννης Ασάν ο 2ος (1218 – 1241), ο μεγαλύτερος από τους Ασάν, ήτο υιός του Ιωάννου Ασάν του 1ου. Όπως λέει ο γνωστός ιστορικός Jirecek, ο Ασάν, αν και δεν υπήρξεν ο ίδιος κατακτητής, κατώρθωσε να επεκτείνη τα σύνορα του Βασιλείου του, το οποίον παρέλαβε σε μιά κατάστασι διαλύσεως, σε σημείο που δεν είχαν φθάσει επί αρκετους αιώνας και που δεν επρόκειτο να φθάσουν ποτέ πιά (σ.1).
Ανεκτικός στα θρησκευτικά ζητήματα, καλά μορφωμένος και επιεικής, άφησε ένα καλό όνομα όχι μόνον μεταξύ των Βουλγάρων, αλλά και μεταξύ των Ελλήνων. ένας Έλλην ιστορικός του 13ου αιώνος, ο Γεώργιος Ακροπολίτης, αναφερόμενος στον Ιωάννη, γράφει ότι «όλοι τον θεωρούσαν εξαιρετικό και ευτυχισμένο άνθρωπο, διότι δεν κατεύφευγε στο ξίφος για την λύσι των διαφορών του με τους υπηκόους του και διότι δεν στιγματίσθηκε με τους φόνους των Ρωμαίων, όπως συνέβη με τους Βουλγάρους βασιλείς που προηγήθησαν από αυτόν. Ως εκ τούτου, ήτο αγαπητός όχι μόνον στους Βουλγάρους, αλλά και στους Ρωμαίους και τους άλλους Λαούς» (σ.2).
Για την ιστορία του Βυζαντίου, ο Ιωάννης Ασαν ο 2ος έχει πολλήν σημασίαν ως εκπρόσωπος της ιδέας του Μεγάλου Βουλγαρικού Βασιλείου, το οποίον, όπως εφαίνετο, θα ήνωνε όλους τους Ορθοδόξους της Βαλκανικής Χερσονήσου, έχοντας ως πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολι. Τα σχέδια αυτά φυσικά, αντετίθεντο στα ζωτικά συμφέροντα και των δύο Ελληνικών Αυτοκρατοριών και ασφαλώς θα είχαν ως αποτέλεσμα εχθροπραξίες. Τα γεγονότα όμως εφαίνετο ότι διηυκόλυναν την πραγματοποίησι των σχεδιων του Τσάρου.