Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ»,1/1/1896)
Το εκήρυξεν ο θείος Όμηρος προ ετών τρισχιλίων: Εις οιωνός άριστος!…
Εύρεν ευκαιρίαν να βάλη εις στο στόμα του Έκτορος όλην την αηδίαν όσην του ενέπνεαν κατά βάθος οιωνοί και οιωνοσκόποι, καίτοι λογω του επικού αξιώματος ήτο αναγκασμένος, ο θεσπέσιος, να περιγράφη μετά μεγάλης σοβαρότητος όλας τας τελετάς και τας ασκήσεις των θυσιών, και των οιωνών και των μαντευμάτων.
Και ο Κάτων, ο άκαμπτος Ρωμαίος, είπε χίλια χρόνια ύστερον: Si augur, augurem…
Δηλαδή εάν οιωνοσκόπος συναντήση οιωνοσκόπον δεν ημπορεί να κρατήση τα γέλια…
Μόνοι αληθείς οιωνοί είναι τα πράγματα. Πλην αν υπάρχωσιν άλλοι συμβολικοί, εναέριοι ή επίγειοι οιωνοί, έρχονται επικουρικώς μόνο, δια να ανοίξουν τα όμματα των τυφλών, όσοι δεν βλέπουν τα πράγματα.
Αφού αιτήσω συγγνώμην δια το βάναυσον και όχι πολύ κόσμιον ίσως του συμβόλου ενταύθα, θα (σας) διηγηθώ έναν οιωνόν.
Ένα καιρόν, δύο νέοι, εκ των οποίων ο είς μοι ετύγχανε, ίνα είπω κατά Πλάτωνα, «εγγύτατα γένους ων και εν τω αυτώ οικών» έκαμναν τον έρωτα εις μίαν νέαν, ήτις δεν είχεν είδησιν του πράγματος. Διότι είχεν ίσως τόσους λατρευτάς, όσας χιλιάδας προίκα. Δεν είχεν καιρόν η ιδία με τας αβράς και τρυφεράς χείρας της, και με τους μεγάλους τακερούς οφθαλμούς της να μετρήση ούτε τον σωρόν της μιας ούτε την αγέλην των άλλων.
Ίσως οι δύο, περί ων ο λόγος, δεν ήσαν τόσον υγιώς προικοθήραι, όσον νοσηρώς αισθηματικοί. Η κόρη ήτο χαριεστάτη. Μετείχεν καλών αισθημάτων και δεν ήτο άμοιρος καλής αγωγής. Εξαιρέσει της οιήσεως και του ξιπασμού των νεοπλούτων ήτο κατά τα άλλα άμεμπτος. Αδιαφορον όμως.