.
Μαρίνα Σ. Τσιρτσίκου
Μ.Υ. ΠΕ-ΚΕ/Α΄, Ιστορικός
Τον Οκτώβριο του 1940, οι δυνάμεις του Άξονα1 (Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία) είχαν καταλάβει το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο, την Ολλανδία, τη Δανία και την Πολωνία. Η Ιταλία, από τις αρχές Απριλίου του 1939, είχε καταλάβει την Αλβανία, εγκαθιστώντας στα Τίρανα φιλοϊταλική κυβέρνηση υπό τον Πρωθυπουργό Σεφτσέτ ή Σεφκέτ Μπέη Βερλάτσι (Shefqet bej Vërlaci,1877-1946).
Τον Απρίλιο του 1939, στην Αλβανία αποβιβάστηκαν τρεις μεραρχίες με πολλά ελαφρά άρματα, προκαλώντας την ανησυχία της Βρετανίας και της Γαλλίας, οι οποίες έσπευσαν να εγγυηθούν για την ανεξαρτησία και την ακεραιότητα της Ελλάδας και της Ρουμανίας.
Ωστόσο, μετά τη δυσμενή εξέλιξη της Μάχης της Δουνκέρκης (26 Μαΐου 1940 – 5 Ιουνίου 1940) μεταξύ των Δυνάμεων του Άξονα και των συμμαχικών δυνάμεων (Βρετανία, Γαλλία, Βέλγιο), η μεν Γαλλία αναγκάστηκε να συνθηκολογήσει με τη Γερμανία (22 Ιουνίου 1940), η δε Βρετανία, που είχε καταφέρει να περιορίσει τις απώλειες στο ανθρώπινο δυναμικό της, μπορούσε να παρέχει περιορισμένη βοήθεια στην Ελλάδα.
Στα Βαλκάνια, τον Οκτώβριο του 1940, η Γιουγκοσλαβία εκδήλωσε φιλική πολιτική προς τον Άξονα, ενώ η Ρουμανία, που είχε καταληφθεί από τα γερμανικά στρατεύματα στις 7 Οκτωβρίου, συνεργαζόταν πλέον πολιτικά μαζί του. Η Ελλάδα, έχοντας περιέλθει σε δυσχερή θέση, καθώς δεν ήταν πλέον εφικτή η εφαρμογή του Βαλκανικού Συμφώνου του 1934 (Ελλάδα, Τουρκία, Ρουμανία, Γιουγκοσλαβία), καλείτο να προετοιμαστεί στρατιωτικά για υπεράσπιση της εδαφικής κυριότητάς της.