Η πρόταση των άθεων της κυβέρνησης να χαρακτηρίσουν την Ελληνική Πολιτεία «θρησκευτικά ουδέτερη» έχει ως κύριο σκοπόνα σπάσει την ισχυρή ταυτότητα των Ελλήνων που συνδέεται άρρηκτα με την Ορθόδοξη Πίστη. Τα μεγαλοπρεπή συλλαλητήρια έδειξαν ότι κρατάμε γερά αυτήν την ταυτότητα, ότι είμαστε το πρότυπο του λαού που απεχθάνεται η νέα τάξη, όπως και το ότι εάν δεν ήμασταν ακέφαλοι θα απειλούσαμε ευθέως την εξουσία τους. Δηλώσεις επ’ αυτού είναι άπειρες. Θυμάμαι έτσι στα γρήγορα δήλωση του Φίλη (δεν υπάρχει Ελληνορθοδοξία, υπάρχει Ορθοδοξία) και του Βούτση σε 2 περιπτώσεις (όχι σε μια Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών, και πιο παλιά ότι εμείς οι Έλληνες δεν είμαστε Ορθόδοξος λαός). Όλα τ’ άλλα περί «εξορθολογισμού των σχέσεων Εκκλησίας-Κράτους» ή το άλλο περί «διακριτών ρόλων Εκκλησίας-Κράτους» έχουν πει και άλλοι, καλύτεροι γνώστες του θέματος από μένα, ότι είναι ανύπαρκτα θέματα. Μας έχουν όμως βάλει να τα συζητάμε αυτοί που διατηρούν αδιάκριτες, μυστικές και υπόγειες σχέσεις ανάμεσα στην Εκκλησία και στο Κράτος.
Η πρόταση αυτή των άθεων της κυβέρνησης δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το παρελθόν, ούτε από το μέλλον. Είναι η συνέχεια ενός έργου που αρνούμαστε να αναγνωρίσουμε ως ενιαίο διότι εάν το κάνουμε θα πρέπει να δικαιολογήσουμε την απραξία μας.
Όλα τα αντιχριστιανικά νομοσχέδια που ψηφίστηκαν στο παρελθόν αποσκοπούν στο να αλλάξουν το πρόσωπο της Ελλάδος βίαια από τα πάνω προς τα κάτω. Να επιβάλουν αντίχριστα ήθη, να διαφθείρουν και να αποχριστιανοποιήσουν τον λαό. Να τον φέρουν δηλαδή σε σημείο που πραγματικά να χαρακτηρίζει λαό «ουδετερόθρησκου κράτους».
Τα περισσότερα μέλη της κυβέρνησης Τσίπρα είναι γνωστό ότι αγνοούν την εκκλησιαστική και πολιτική ιστορία της Ελλάδος και απορρίπτουν ως «αναχρονιστική» την ελληνορθόδοξη Παράδοσή των πολιτών της και την ιδιοπροσωπία τους. Δεν είναι όμως μόνο αμάθεια. Κρύβεται και ιδεολογική σκοπιμότητα. Με τις παρεμβάσεις του το ΣΥΡΙΖΑϊκό κράτος επιδιώκει να «εκσυγχρονίσει» τους Έλληνες. Τα στελέχη του έχουν ένα σύμπλεγμα μιμητισμού. Θεωρούν ό, τι αλλοδαπό «προοδευτικό». Ο μιμητισμός είναι παλιά ασθένεια κάποιων Ελλήνων. Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, το 1893, έγραψε στον «Λαμπριάτικο ψάλτη»:
«Άγγλος ή Γερμανός ή Γάλλος δύναται να είναι κοσμοπολίτης ή αναρχικός ή άθεος ή ό,τι δήποτε. Έκαμε το πατριωτικόν χρέος του, έκτισε μεγάλην πατρίδα. Τώρα είναι ελεύθερος να επαγγέλλεται χάριν πολυτελείας την απιστίαν και την απαισιοδοξίαν. Αλλά ο Γραικύλος της σήμερον όστις θέλει να κάμη δημοσία τον άθεον ή τον κοσμοπολίτην, ομοιάζει με νάνον ανορθούμενον επ’ άκρων ονύχων και τανυόμενον να φθάση εις ύψος και φανή και αυτός γίγας…».
Τα μέτρα που εξήγγειλαν πανηγυρικά μαζί ο Αλ. Τσίπρας με τον κ. Ιερώνυμο περί «ουδετερόθρησκου κράτους» και περί της διακοπής της μισθοδοσίας των κληρικών από το δημόσιο είναι ένα από τα πολλά γεγονότα, που αποδεικνύουν του λόγου το αληθές. Το λυπηρό είναι ότι στην άγνοια και στην ιδεολογική εμμονή του Αλ. Τσίπρα συμφώνησε ο εντεταλμένος να προστατεύει το ποίμνιό του Αρχιεπίσκοπος.
Γιατί οι οδηγίες των Σαηντολόγων συνάδουν με τη συμφωνία Τσίπρα – Ιερώνυμου;
Του Παναγιώτη Αποστόλου
Πολιτικού αναλυτή – αρθρογράφου
Πολλοί μίλησαν και διατύπωσαν άποψη, πως η συμφωνία μεταξύ του Πρωθυπουργού Αλέξη Τσίπρα και του Αρχιεπισκόπου Ιερώνυμου έχει πολλές ασάφειες! Άλλοι μίλησαν για γκρίζες ζώνες που δημιουργούν στα θεμέλια της σχέσεως Εκκλησίας – Κράτους οι Τσίπρας και Ιερώνυμος! Γι΄ αυτήν την “συμφωνία” επαναστατούν οι Ιερείς της Ελλάδος, που είναι ο θεμέλιος λίθος, ο ομφάλιος λώρος της Ορθοδόξου ελληνικής Εκκλησίας με την ελληνική Κοινωνία! Επαναστατεί το Οικουμενικό Πατριαρχείο για τους δικούς του λόγους και οι κλυδωνισμοί είναι τεράστιοι! Επαναστατούν οι Μητροπολίτες και αμφισβητούν ευθέως τον Αρχιεπίσκοπο Ιερώνυμο! Για τον λόγο αυτό την προσεχή Παρασκευή συνεδριάζει εκτάκτως η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, το ανώτατο όργανο της Εκκλησίας! Αμφισβητείται η “συμφωνία” βεβαίως και εντός του ΣΥΡΙΖΑ και ειδικότερα μετά τις εμπρηστικές δηλώσεις του ανεκδιήγητου “πυρομανή” κυβερνητικού εκπροσώπου Δημήτρη Τζανακόπουλου!
Αριστερός – αριστερός Αρχιεπίσκοπε, αλλά υπάρχουν και όρια…
(Σύνοδος Ιεραρχίας: Υποχωρητικοί στα σοβαρότερα, ανυποχώρητοι στη μισθοδοσία)
Δρ Τσακαλίδης Γεώργιος
Θεολόγος-Θρησκειοπαιδαγωγός
Η συμφωνία μεταξύ Πρωθυπουργού και Αρχιεπισκόπου, που ανακοινώθηκε στις 6 Νοεμβρίου, χαρακτηρίστηκε τόσο από τη μία όσο και από την άλλη πλευρά ως «ιστορική». Εντούτοις χρειάστηκαν μόλις 10 ημέρες για να τιναχθεί στον αέρα από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, που δεν συμφώνησε με τις επιλογές του Αρχιεπισκόπου στο θέμα της μισθοδοσίας του Κλήρου. Ήταν μια βεβιασμένη και επιπόλαια συμφωνία, αφού ούτε ο κ. Τσίπρας συνεννοήθηκε με τα άλλα κόμματα της Βουλής, ούτε καν με το δικό του κόμμα, ούτε ο Αρχιεπίσκοπος είχε ενημερώσει προηγουμένως την Ιεραρχία και τον Πατριάρχη, στον οποίο υπάγονται οι Μητροπόλεις των νέων χωρών, η ημι-αυτόνομη Εκκλησία της Κρήτης και οι Μητροπόλεις της Δωδεκανήσου. Παρά ταύτα εμφανίστηκε ως συμφωνία Κράτους και Εκκλησίας (δες πρωτοσέλιδο της Εφημερίδας των Συντακτών στις 17. 11.). Λες και δύο άνθρωποι, ένας από την κάθε πλευρά, είναι υπέρ-αρκετοί για να επιτευχθεί μία συμφωνία που να αντέχει στο χρόνο.
Η συμφωνία αυτή υπηρετούσε de facto σκοπιμότητες, προκειμένου να προωθηθούν αλλαγές στην αναθεώρηση του Συντάγματος. Χαρακτηρίστηκε ως προϊόν συναλλαγής μεταξύ Τσίπρα και Ιερώνυμου. Ο πρώτος εξασφάλιζε τη συγκατάθεση της Εκκλησίας για το ουδετερόθρησκο του κράτους στο σύνταγμα και 10.000 νέες θέσεις εργασίας στο δημόσιο (αυτές των ιερέων που θα έφευγαν), πολύ χρήσιμες στον προεκλογικό του αγώνα, και ο δεύτερος τη συνέχιση της μισθοδοσίας του Κλήρου από τον κρατικό κορβανά. Σκόνταψαν όμως στη σθεναρή άρνηση της πλειονοψηφίας των ιεραρχών.
… και αίφνης, «του κύλικος πληρωθέντος και του ύδατος υπερεκχυθέντος», οι αρχιερείς και οι ιερείς ηγανάκτησαν σφόδρα άπαντες και ομοθυμαδόν ήραν φωνήν για τις αλλεπάλληλες και φοβερές αδικίες, τις οποίες εφαρμόζει το Κράτος κατά της Εκκλησίας, με την συνέργεια του αρχιεπισκόπου. Και συνελθόντες σε ιερές συνάξεις, σε όλες σχεδόν τις μητροπολιτικές επαρχίες, εξέδωσαν ψηφίσματα αποφάσεων προς την Ιερά Σύνοδο της Ιεραρχίας. Ο δε προειδοποιητικός λόγος μητροπολίτου προς τον αρχιεπίσκοπο: «Θα πρέπει να καταλάβετε ότι προσπαθούμε να σας σώσουμε, Μακαριώτατε. Δεν θα μπορείτε να κυκλοφορήσετε στην χώρα. Δεν θα μπορείτε να πάτε σε καμιά μητρόπολη από τις αντιδράσεις που θα υπάρχουν από τους κληρικούς», αποτυπώνει κοντολογίς το μέγεθος της αγωνίας και της αποφασιστικότητας του κλήρου.
Όντως, είναι αναμφισβήτητη η αλήθεια, πως τα προβλήματα που ανακινήθηκαν από το Κράτος κρύβουν πρόθεση σκόπιμη και κακόβουλη. Είναι όντως ατιμίες. Εχθρότητα και απέχθεια κατά της Εκκλησίας, εκδηλούμενη με τρόπο παμπόνηρο. Έρχονται ως φίλοι για διάλογο, ενώ απεχθάνονται το ράσο, αρνούνται την προσφορά του στην κοινωνία, στον άνθρωπο, στους αγώνες του Έθνους. Αλλά και αηδιάζουν με ό,τι θυμίζει Χριστό, Ανάσταση, αθανασία της ψυχής, μέλλουσα κρίση, αιωνιότητα και γενικώς την διδασκαλία της Εκκλησίας. Είναι δυνατόν να εμπιστευτεί κάποιος τέτοιες ψυχές και να κάνει ειλικρινή διάλογο;
Η κυβερνητική σύζευξη της ριζοσπαστικής αριστεράς με την δεξιά, η οποία κυβερνά, με τον τρόπο που κυβερνά, τη χώρα μας τα τελευταία τέσσερα χρόνια, έδειξε με τον πλέον προκλητικό τρόπο την εχθρότητα, την πλήρη περιφρόνηση και την αποστροφή της προς την Ορθόδοξη Εκκλησία μας, που εκφράζει την πίστη της συντριπτικής πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Προώθησε και ψήφισε νόμους, οι οποίοι έρχονται σε πλήρη και απόλυτη αντίθεση με την σώζουσα διδασκαλία της Εκκλησίας μας, αλλά και με τα πατροπαράδοτα ήθη και έθιμα του ευσεβούς λαού μας, όπως το σύμφωνο συμβίωσης ομοφυλοφίλων, η αναδοχή παιδιών σε πρόσωπα του ιδίου φύλου, η δυνατότητα αλλαγής φύλου κ.α. με σημαία ένα κίβδηλο δικαιωματισμό που δεν έχει καμμία σχέση με την ανθρώπινη φύση και οντολογία. Φθάνοντας στο τέλος της θητείας της η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ αποφάσισε να ολοκληρώσει την κατεδαφιστική της πολιτική, δίνοντας βολή κατά της Εκκλησίας, με μια πρόσφατη ενέργειά της, με την πρόταση αναθεώρησης του άρθρου 3 του Συντάγματος, την αντισυνταγματική διαγραφή των κληρικών από το Δημόσιο και την έμμεση και με εύσχημο τρόπο υφαρπαγή και των τελευταίων υπολειμμάτων της εκκλησιαστικής περιουσίας. Η κυβέρνηση θεώρησε ως «αναγκαία»την αναθεώρηση του ως άνω άρθρου 3 προκειμένου, όπως ισχυρίζεται, να παύσει ο «εναγκαλισμός Εκκλησίας-Πολιτείας», να επιτευχθεί ο «χωρισμός» μεταξύ των δύο θεσμών, ο οποίος θα είναι επωφελής και για τις δύο πλευρές, έτσι ώστε να «γίνουν διακριτοί οι ρόλοι Κράτους και Εκκλησίας σε ένα σύγχρονο κράτος δικαίου».
σ.σ. Ε όχι και «όλα τα ιστολόγια». Εμείς εδώ από την 18η του Νοέμβρη μιλήσαμε για επιτυχία του Αρχιεπισκόπου να περάσει όλα τα θέματα στην «Ειδική Επιτροπή» της ΔΙΣ: Ιερώνυμος-Τσίπρας ποντάρουν στην στημένη διαδικασία..
***
Ενώ όλες οι εφημερίδες και τα ιστολόγια συνεχίζουν να ομιλούν για «βατερλώ» του Αρχιεπισκόπου και συμφωνία «φιάσκο» μετά την συνεδρίαση της Ιεραρχίας, ο «Ο.Τ.» ήτο ο μόνος που κυκλοφόρησε την Παρασκευή με άρθρο όπου προειδοποιεί ότι η ανάθεση της συγκρότησης της επιτροπής στην ΔΙΣ σημαίνει πολύ απλά ότι πέρασε η πρόταση του Αρχιεπισκόπου. Μάλιστα θα είναι πολύ εύκολο να σχεδιάσει την επιτροπή ο Μακαριώτατος και να την εγκρίνει η ΔΙΣ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που ενέκρινε και την «ιστορική συμφωνία» με το ανακοινωθέν που εξέδωσε την επομένη της συναντήσεως Αρχιεπισκόπου – Πρωθυπουργού. Αν μάλιστα συνυπολογίσει κανείς ότι ο κ. Γαβρόγλου δήλωσε στην ΕΡΤ1 την Πέμπτη ότι εντός διμήνου θα υπάρξει προσχέδιο νόμου για τη «συμφωνία» αυτό σημαίνει ότι είναι όλα προαποφασισμένα.
Θυμηθήκαμε «ένδοξες» ημέρες του 1987, όταν η Εκκλησία είχε υποστή διωγμό —ασυγκρίτως ελαφρότερον, είναι αλήθεια— του σημερινού. Δόξα τω Θεώ τότε είχαμε αρχιστράτηγο της Εκκλησιαστικής στρατιάς τον αείμνηστο π. Επιφάνιο Θεοδωρόπουλο, έστω κι αν υπέγραφε «ταπεινός υποδεκανεύς». Δόξα τω Θεώ, και πάλιν, μας άφησε παρακαταθήκη αντιμετωπίσεως τα τότε γραπτά του.
Σταχυολογούμε δύο καθοδηγητικές θεοφώτιστες υποδείξεις του:
Το πρώτοαπό το πόνημά του Άρθρα, Μελέται, Επιστολαί, τομ. Γ´: «Εν η περιπτώσει το Κράτος, επικαλούμενον νομικά η μάλλον “νομικιστικά” επιχειρήματα…, αρνηθή να καταβάλη τους μισθούς των Ιερέων, τι δέον γενέσθαι.
α´)Η Ιεραρχία δι᾽ ανακοινώσεώς της, κυριολεκτικώς δραματικής κατά το περιεχόμενον, θα καλή τον πιστόν Ελληνικόν λαόν να συμπαρασταθή οικονομικώς εις τους Ιερείς του. Ανάλογος έκκλησις θα απευθυνθή και εις τον Ελληνισμόν της Διασποράς. Θα καταρτίση δε η Ιεραρχία ειδικήν Επιτροπήν εκ συνταξιούχων ευσεβών Καθηγητών Πανεπιστημίου και συνταξιούχων ευσεβών Δικαστικών, εις την οποίαν θα στέλλωνται τα χρήματα προς βοήθειαν των Ιερέων.
β´)Εις τους αυλείους χώρους των Ναών των πολύ μεγάλων πόλεων θα εγκατασταθούν οι Ιερείς μετά των μελών των οικογενειών των, αποσυρόμενοι μόνον την μεσημβρίαν και την εσπέραν. Πλησίον των θα υπάρχη δίσκος επί τραπεζίου και παραπλεύρως μεγάλη επιγραφή: “Αδελφέ χριστιανέ, ρίψε τον οβολόν σου, διότι η Πολιτεία κατεδίκασεν εις τον δια πείνης θάνατον και εμάς και τα παιδιά μας”. Δεν θα υποχρεωθούν όλοι να το πράξουν. Αυτοί που θα θελήσουν, χάριν της Εκκλησίας, να το πράξουν, θα είνε υπεραρκετοί!
Οι λόγοι της εκ μέρους του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου αποδοχής της σαφώς ετεροβαρούς για την Εκκλησία συμφωνίας με τον Αλ. Τσίπρα και της εν συνεχεία ταύτισής του με τις απόψεις του πρωθυπουργού αποτελούν δήλιο πρόβλημα. Το επιχείρημα των λίγων Αρχιερέων που υποστηρίζουν τη συμφωνία Τσίπρα – Αρχιεπισκόπου είναι δογματικό: Δείχνουν εμπιστοσύνη στον Αρχιεπίσκοπο, γιατί ξέρει τι κάνει… Πίστευε και μη ερεύνα…
Ασφαλώς ο Αρχιεπίσκοπος ξέρει τι κάνει. Όποιος έχει προσωπική εμπειρία του 80χρονου κ. Ιερωνύμου γνωρίζει ότι έχει ευστροφία, όπως επίσης γνώση και εμπειρία στα οικονομικά της Εκκλησίας. Επομένως λογικά δεν μπορούν να τον ξεγελάσουν, ούτε να του αποσπάσουν μια συγκατάθεση, στην οποία δεν συμφωνεί. Ο Αρχιεπίσκοπος έχει μελετήσει το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, έχει εκδώσει βιβλίο σχετικό και υποστήριζε την διατήρηση της μισθοδοσίας των κληρικών από το Δημόσιο. Μέχρι και δημοψήφισμα ζήτησε για τυχόν αλλαγή του στάτους στις σχέσεις Πολιτείας – Εκκλησίας. Πώς υπέγραψε, μετά χαράς μάλιστα, δυσμενέστατη συμφωνία για την εκκλησιαστική περιουσία και για τη μισθοδοσία των κληρικών, καθώς και πώς συμφώνησε στην προσθήκη στο άρθρο 3 του Συντάγματος του χαρακτηρισμού ότι το ελληνικό κράτος είναι «ουδετερόθρησκο», με ό, τι αυτό μπορεί να σημάνει στο μέλλον, για την Εκκλησία και τον Ελληνισμό; Δεν μπορεί κανείς εύκολα να πιστέψει ότι η συμφωνία ήταν δικής του έμπνευσης, όπως είπε ο Αλ. Τσίπρας. Θα αποτελούσε θανάσιμο πλήγμα για την θέση και την υστεροφημία του, αν ήταν αλήθεια.
…Σήμερα τα πράγματα εξελίσσονται με έναν τρόπο που πηγαίνουμε στον διχασμό, όχι του εκκλησιαστικού χώρου μόνον αλλά ολοκλήρου του Έθνους.
Ξέρετε, δεν είναι το θέμα της εκκλησιαστικής περιουσίας, το κύριο, ούτε η αμοιβή των Κληρικών, η ασφάλειά μας κλπ., είναι ότι τρέφεται ο λαός μας με ψευδαισθήσεις. Όταν ακούμε «περιουσία» κλπ, νομίζουμε ότι οι παπάδες έχουμε στις καταθέσεις μας μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας και μάλιστα οι Αρχιερείς -αυτή η περιουσία, όση έμεινε, μετά από τις 220 περίπου αναγκαστικές απαλλοτριώσεις από το 1833 μέχρι το 1950. Υπάρχει βιβλίο γι’ αυτό το θέμα του μακαρίτη Μητροπολίτου Λαρίσης Δωροθέου περί του αναπαλλοτριώτου της εκκλησιαστικής περιουσίας. Ακούει λοιπόν ο λαός μας, όσοι δεν έχουν στενή σχέση με την πνευματική εκκλησιαστική ζωή και νομίζουν ότι οι παπάδες μαλώνουμε και φωνάζουμε για τα κέρδη μας, για τα χρήματά μας, για την περιουσία μας.
Θα σας πω λοιπόν δύο λόγια, ότι το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και ουσιαστικότερο απ’ όσο φαίνεται.
Νομίζω ότι γίνεται μία υπεκφυγή. Άκουγα μέχρι το μεσημέρι ότι ορίστηκε ή θα επρόκειτο να ορισθεί μία επιτροπή ιεραρχών να συζητήσει το θέμα. Εδώ χρειάζεται απευθείας λύσις. Να ακουσθούν δηλαδή όλοι οι Μητροπολίται μας και να ακουσθεί και ο Κλήρος ο εφημεριακός. …