Όταν η είδηση της πανωλεθρίας (στη Σικελία) έφτασε στην Αθήνα, αρνιόταν για αρκετό καιρό να πιστέψουν ότι είχε γίνει τέτοια ολοκληρωτική καταστροφή, παρ’ όλον ότι πολλοί στρατιώτες της εκστρατείας, οι οποίοι είχαν κατορθώσει να διαφύγουν από τον όλεθρο, τους το έλεγαν καθαρά.
Όταν πιά το παραδέχτηκαν, έστρεψαν όλον τους τον θυμό εναντίον των ρητόρων που τους είχαν παρακινήσει να κάνουν την εκστρατεία – σαν να μην είχαν οι ίδιοι ψηφίσει να γίνει – και εναντίον των χρησμολόγων και των μάντεων και όσων άλλων που με τις προφητείες τους τους είχαν δημιουργήσει την ελπίδα ότι θα κυριέψουν την Σικελία.
Τα πάντα τους πίεζαν από παντού και τα όσα τους είχαν συμβεί τους προκαλούσαν φόβο και βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία. Ο καθένας τους, αλλά και η πολιτεία στο σύνολό της, είχε σκληρά δοκιμαστεί, γιατί είχε στερηθεί από πολλούς οπλίτες και ιππείς, ολόκληρη μιά στρατιωτική κλάση, την οποία έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να αντικαταστήσουν με άλλην.
Έβλεπαν ότι δεν υπάρχουν αρκετά καράβια στους ναυστάθμους, ούτε χρήματα στο δημόσιο ταμείο, ούτε πληρώματα για τα πολεμικά και δεν είχαν την στιγμή εκείνη, καμιά ελπίδα ότι θα μπορούσαν να σωθούν.
Πίστευαν ότι οι εχθροί τους της Σικελίας, μετά την καθολική νίκη τους, θα έρχονταν αμέσως με το ναυτικό τους, να επιτεθούν εναντίον του Πειραιά αλλά και ότι οι εχθροί τους στην Ελλάδα, που είχαν σε όλα διπλάσια πολεμική ετοιμασία, θα τους έκαναν επίθεση και στην στεριά και στην θάλασσα μαζί με τους συμμάχους της Αθήνας που θ’ αποστατούσαν.
Αποφάσισαν, όμως, ότι δεν έπρεπε, αφού είχαν ακόμα δυνάμεις, να καμφθούν, αλλά να ετοιμάσουν στόλο παίρνοντας ξυλεία από όπου μπορούσαν, να εξασφαλίσουν την υπακοή των συμμάχων τους, και ιδιαίτερα της Εύβοιας, να μειώσουν τις δαπάνες της πολιτείας και να εκλέξουν ένα συμβούλιο από ανθρώπους ηλικιωμένους που θα εξέταζαν προκαταρκτικά όλα τα μέτρα που θ’ απαιτούσε η κατάσταση.