αναδημοσίευση από την Βυζαντινή Ιστορία
.
Όταν ανέβηκε στο θρόνο ο Κωνσταντίνος οι ευρωπαϊκές επαρχίες ήταν ακόμα αφιερωμένες στη λατρεία των εικόνων, ενώ οι επαρχίες της Μ. Ασίας είχαν ήδη ανάμεσα στον πληθυσμό τους αρκετούς εικονομάχους. Ο Κωνσταντίνος πέρασε τα δύο πρώτα χρόνια της βασιλείας του σ’ ένα διαρκή αγώνα με τον αδελφό της γυναίκας του Αρτάβασδο, ο οποίος ηγείτο μιας επανάστασης που απέβλεπε στην υπεράσπιση των εικόνων.
Ο Αρτάβασδος πέτυχε να αναγκάσει τον Κωνσταντίνο να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα και να κηρυχθεί αυτοκράτορας. Στη διάρκεια του έτους της βασιλείας του αποκατέστησε τη λατρεία των εικόνων. Ο Κωνσταντίνος όμως κατόρθωσε να τον εκθρονίσει, να πάρει πίσω το θρόνο και να τιμωρήσει αυστηρά τους υποκινητές της επανάστασης.
Το εγχείρημα του Αρτάβασδου έδειξε στον Κωνσταντίνο ότι η λατρεία των εικόνων ήταν δυνατόν να αποκατασταθεί δίχως μεγάλες δυσκολίες, ενώ συγχρόνως τον ανάγκασε να προχωρήσει πιο αποφασιστικά στην ανάγκη μέτρων που θα δυνάμωναν στη συνείδηση του λαού το κύρος των απόψεων των Εικονομάχων.
Έχοντας αυτό το σκοπό ο Κωνσταντίνος αποφάσισε να καλέσει μια Σύνοδο που θα έθετε τις βάσεις μιας εικονοκλαστικής πολιτικής, θα εξασφάλιζε το κύρος της και θα δημιουργούσε, με τον τρόπο αυτόν, ανάμεσα στο λαό την πεποίθηση ότι τα μέτρα του αυτοκράτορα ήταν δίκαια. Η Σύνοδος αυτή, στην οποία έλαβαν μέρος 300 επίσκοποι, έγινε το 754, στο παλάτι της Ιέρειας στη μικρασιατική ακτή του Βοσπόρου. Κατά τη διάρκεια της Συνόδου δεν παραβρέθηκε κανένας Πατριάρχης, επειδή την εποχή αυτή η έδρα της Κωνσταντινούπολης ήταν κενή, ενώ η Αντιόχεια, η Ιερουσαλήμ και η Αλεξάνδρεια δεν θέλησαν να συμμετάσχουν.
Οι αντιπρόσωποι του Πάπα δεν παρουσιάστηκαν στις συνεδριάσεις. Αργότερα, τα γεγονότα αυτά χρησιμοποιήθηκαν από όσους δεν δέχονταν τη Σύνοδο σαν μια επαρκή βάση για να ανακηρύξουν τις αποφάσεις της ως άκυρες. Αρκετούς μήνες μετά την έναρξη των συνεδριάσεων η Σύνοδος μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου στο μεταξύ είχε λάβει χώρα η εκλογή ενός νέου Πατριάρχη.
Το διάταγμα της Συνόδου του 754, που διασώθηκε στα πρακτικά της 7ης Οικουμενικής Συνόδου (ίσως αποσπασματικά και κάπως τροποποιημένο) καταδικάζει οριστικά τη λατρεία των εικόνων προκηρύσσοντας τα εξής: «Ο τολμών από του παρόντος κατασκευάσαι εικόνα ή προσκυνήσαι ή στήσαι εν εκκλησία ή εν ιδιωτικώ οίκω ή κρύψαι, ει μεν επίσκοπος ή πρεσβύτερος ή διάκονος είεν καθαιρείσθω, ει δε μονάζων ή λαϊκός αναθεματιζέσθω και τοις βασιλικοίς νόμοις υπεύθυνος έστω, ως εναντίος των του Θεού προσταγμάτων και εχθρός των πατρικών δογμάτων».