.
Οι συχνές επιδρομές των πειρατών αποσκοπούσαν στη λεηλασία των παραλίων οικισμών, την απαγωγή ποιμνίων, όπλων, πλοίων και τη σύλληψη σημαντικού αριθμού αιχμαλώτων οι οποίοι θα μπορούσαν να ανταλλαχθούν με λύτρα. Η συνήθης τιμή ανταλλαγής ενός αιχμαλώτου έφθανε τα 3.000 – 5000 γρόσια, ενώ υπάρχουν και περιπτώσεις που συλληφθέντες αντηλλάγησαν ακόμα και για 8.000 γρόσια.
Μέχρι την έναρξη της επανάστασης, όπως ήταν φυσικό, δεν υπήρξαν νόμοι για την πάταξη της πειρατείας. Ωστόσο με την κήρυξη του επαναστατικού αγώνα, εκδόθηκε από τα νησιά Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά, μια διάταξη που αφορούσε την διανομή των λειών (30 Μαρτίου 1821) με την οποία θεσπίστηκαν και οι πρώτες κυρώσεις κατά των πειρατών. Την παραπάνω διάταξη υιοθέτησε και το Υπουργείο Ναυτικών, όταν συστήθηκε για πρώτη φορά στην Κόρινθο την 6η Μαρτίου 1822, αποτελούμενο από έναν αντιπρόσωπο από κάθε νησί.
Με την πειρατεία ασχολήθηκαν οι Μανιάτες, οι Σφακιανοί και πολλοί άλλοι, διότι την εποχή εκείνη ήταν ο μόνος τρόπος επιβίωσης. Η κεντρική διοίκηση δεν είχε την δύναμη να επιβάλλει την τάξη και περιοριζόταν στην έκδοση εγκυκλίων.
Μέχρι το 1826, οι πειρατές είχαν εγκαταστήσει βάσεις στο στενό μεταξύ Άνδρου και Τήνου, στις Βόρειες Σποράδες, στην Αντίπαρο, στη Μύκονο και στη Γραμβούσα, ενώ είχαν κατορθώσει να επεκτείνουν τη δράση τους σε ολόκληρη τη Μεσόγειο. Ο εντοπισμός τους από τα μεγάλα και δυσκίνητα σκάφη των ξένων δυνάμεων αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολος.
Ο Δεριγνύ ανέφερε, τον Απρίλιο του 1826, ότι «είναι αδύνατον στο Αιγαίο να πλεύσει σκάφος έστω και 10 λεύγες χωρίς να προσβληθεί από πειρατές. Σε καμιά άλλη θάλασσα δεν έχει εμφανισθεί τέτοια θρασεία πειρατεία της οποίας οι δράστες να μένουν ατιμώρητοι αλλά και προστατευόμενοι».