
Η πόλη του Αργυρόκαστρου σε φωτογραφία του 1917. Αθήνα, Φωτογραφικό Αρχείο Πολεμικού Μουσείου αρ. εισ. 0018. © Πολεμικό Μουσείο, Αθήνα.
Μετά τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 έμενε σε εκκρεμότητα η τύχη της Βορείου Ηπείρου, η οποία, όπως και τα νησιά του Αρχιπελάγους, βρισκόταν ήδη υπό τον έλεγχο του ελληνικού στρατού.
Δεν είχε όμως προσδιοριστεί με συνθήκη κάποιο μόνιμο καθεστώς. Παράλληλα, στη Βόρειο Ήπειρο δρούσαν ελληνικά αντάρτικα σώματα. H λύση του θέματος εξαρτιόταν από το αν και με ποια σύνορα θα ιδρυθεί αλβανικό κράτος. Oι Μεγάλες Δυνάμεις καθόριζαν τη στάση τους με βάση τα συμφέροντά τους στην περιοχή. Έτσι, η Ιταλία και η Αυστρουγγαρία επιδίωκαν την ίδρυση αλβανικού κράτους με τη μεγαλύτερη δυνατή έκταση, ειδικά προς το νότο. Προσπαθούσαν δηλαδή να εντάξουν την περιοχή της Βορείου Ηπείρου (Kορυτσά, Δέλβινο, Αργυρόκαστρο, Χειμάρα, ’Αγιοι Σαράντα) στα όρια του νέου κράτους.
Aπέναντι σε αυτή την προοπτική η ελληνική διπλωματία προσπαθούσε να εξασφαλίσει τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα. Ήταν γνωστό πως οι δυνατότητες επιτυχίας ήταν μικρές και για αυτό το βορειοηπειρωτικό ζήτημα χρησιμοποιήθηκε ως διαπραγματευτικό μέσο για την εξασφάλιση των νησιών του Αιγαίου. Στις 4/17 Δεκεμβρίου 1913 υπογράφτηκε το πρωτόκολλο της Φλωρεντίας που επιδίκαζε τελικά το σύνολο της Βορείου Ηπείρου στην Αλβανία, ενώ η Ελλάδα πρόβαλε το θέμα της εξασφάλισης των ατομικών, μορφωτικών και θρησκευτικών δικαιωμάτων των εκεί ελληνικών πληθυσμών.
H σύνθεση του πληθυσμού της Βορείου Ηπείρου, που αποτελούνταν σύμφωνα με τις επίσημες ελληνικές εκτιμήσεις κατά βάση από ελληνόφωνους ή ελληνικής εθνικής συνείδησης αλβανόφωνους και βλαχόφωνους, αλλά και το γεγονός της κατοχής από τον ελληνικό στρατό εξέθρεψαν το αίτημα για αυτοδιάθεση.