.
«Τά δύο κάστρα τού Ναβαρίνου, τό Νιόκαστρο καί τό Παλιόκαστρο, βρίσκονταν πιά καταδικασμένα. Πρώτο υπέκυψε τό τελευταίο, καθώς ήταν καί πιό αδύναμο. Όσοι κατόρθωσαν νά ξεφύγουν από τό βορεινό ρηχό πέρασμα τής Σφακτηρίας – άλλοι κολυμπώντας, άλλοι μέ βάρκες κι άλλοι πού δέθηκαν μέ σκοινιά καί τούς τράβαγαν – κλείστηκαν στό Παλιόκαστρο. Δέν είχαν όμως μήτε τρόφιμα, μήτε μπαρουτόβολα. Αποφασίζουν νά στείλουν κάποιο νησιώτη πού κολυμπώντας, νά πάει στά Φιλιατρά καί νά γυρέψει από τούς δικούς μας ναρθούν τήν άλλη νύχτα νά χτυπήσουν από πίσω τούς εχθρούς κι έτσι νά βρούν τήν ευκαιρία νά κάνουν έξοδο κι όσοι σωθούν.
Ο αντρόκαρδος αγωνιστής, πού η ιστορία δέν μάς έσωσε τό όνομά του, κατάφερε νά φτάσει στά Φιλιατρά κι ο Γιατράκος, μέ πεντακόσιους νοματαίους, ξεκινά νά τούς βοηθήσει. Όταν όμως πέσανε τά σκοτάδια, κιότισαν «ήρχισαν νά διασκορπίζωνται, νά μένωσι καθ’ οδόν, νά κρύπτωνται, καί μόλις έμειναν ως πενήντα». Ο Γιατράκος τότε δέν αποτολμά μέ τόσους λίγους νά σιμώσει τά ταμπούρια τού Ιμπραήμ. Στή μπαταριά πού ρίχνει νά δώσει είδηση στούς δικούς μας τού αποκρίνονται μέ μπαταριά οι κλεισμένοι καί μέ κεφαλή τόν Χατζηχρήστο κάνουνε γιουρούσι νά διαβούν από τήν άκρη τού λιβαριού (διβαριού) πού τούς έκλεινε τό δρόμο πρός τό Πετροχώρι. Κατάφεραν νά προχωρήσουν λίγο, μά όπως ο εχθρός είχε, στό στενό παραλιακό δρόμο, τό ένα ταμπούρι πίσω από τ’ άλλο τάχασαν καί πέσανε στό λιβάρι όπου οι πιότεροι πνίγηκαν. Μόλις εκατό μπόρεσαν νά περάσουν κι ώς τετρακόσιοι είτε σκοτώθηκαν είτε αιχμαλωτίσθηκαν, Ανάμεσα στούς τελευταίους κι ο Χατζηχρήστος, ο αρχηγός τών Βουλγάρων. Αφού τράβηξε πολλά μαρτύρια στήν Αίγυπτο, τέλος ανταλλάχτηκε μέ Τούρκους αιχμαλώτους καί γύρισε τό 1828 στήν Ελλάδα, όπου τού δόθηκε ο βαθμός τού στρατηγού κι αργότερα έγινε υπασπιστής τού Όθωνα.