του Γιάννη Αλεξανδρόπουλου,
ιστορικού, συνεργάτη
Ήταν 8 Σεπτεμβρίου 1922 στην Σμύρνη. Το μέτωπο είχε καταρρεύσει και οι Έλληνες της Μικράς Ασίας, με απόγνωση και τρόπο, έψαχναν τρόπο να αποβιβαστούν σε οποιοδήποτε πλοίο για να γλιτώσουν απο την μανία των τουρκικών ορδών. Τότε, πολλοί Μικρασιάτες ανεπιτυχώς προσπάθησαν να επιβιβαστούν σε διάφορα ευρωπαϊκά πλοία, εμπορικά ή πολεμικά.
Δυστυχώς, σε πλείστες περιπτώσεις τα ευρωπαϊκά πληρώματα με βάρβαρο τρόπο απαγόρευαν την αποβίβαση των Ελλήνων προσφύγων στα πλοία τους, όμως υπήρχαν και οι εξαιρέσεις.
Ένας Ιάπωνας καπετάνιος εμπορικού πλοίου και το πλήρωμά του, συγκλονισμένοι από την εικόνα της τραγωδίας και χωρίς χρονοτριβή, παίρνουν μια γενναία απόφαση: μεταφέρουν στο κατάστρωμα όλο το φορτίο από μετάξι και δαντέλα που ήταν αποθηκευμένο στα αμπάρια και χωρίς δισταγμό τα πετάνε στη θάλασσα!
Για τον Ιάπωνα καπετάνιο -το όνομα του οποίου παραμένει, δυστυχώς, έως σήμερα άγνωστο- υπέρτερο όλων είναι η διάσωση των ανθρώπινων ψυχών. Γι’ αυτό δίνει διαταγή να πλευρίσει το πλοίο στην προκυμαία και να επιβιβαστούν σε αυτό Ελληνες και Αρμένιοι, προκειμένου να μεταφερθούν ασφαλείς στον Πειραιά και σε άλλα ελληνικά λιμάνια.
Η εξαίρετη αυτή πράξη δεν πέρασε απαρατήρητη· καταγράφηκε μέσα και από τις πληροφορίες που έδωσε ο Τζορτζ Χόρτον, Αμερικανός πρόξενος τότε στη Σμύρνη. Σε τηλεγράφημά του προς το υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ (18 Σεπτεμβρίου 1922) τονίζει: «Ενα γιαπωνέζικο πλοίο πήρε μερικούς πρόσφυγες και άκουσα πως πέταξε το φορτίο του για τον σκοπό αυτό. Επιβάτες του πλοίου μιλούν για τη συγκινητικά ευγενική συμπεριφορά του ιαπωνικού πληρώματος».