.
Ξημέρωμα Πρωτοχρονιάς ήτανε. Κι’ είναι άληθινή ή ιστορία. 1942! Μαύρο σκοτάδι! Παγερό! Πικρό! Κί άβάσταγο τό κρύο!…
Έτσι άρχιζε κάθε παραμονή «Αι-Βασιλιοϋ» ή γιαγιά νά διηγιέται, σά νά τό ζοϋσε τώρα:
-Έβγήκα, τυλιγμένη στό χοντρό παλτό, στό μάλλινο μου σάλι, νά πάω προσκύνημα στην έκκλησιά!… Στόν «Αι-Βασίλη», λάδι!… Λάδι, πού τό ξεχώρισα γιά τό καντήλι του τήν περασμένη τή βραδιά!… Μοΰ τό στείλε μέ θάμα!
”Αχ, γιά τά πεινασμένα μου παιδιά! Έκίνησα, λοιπόν, καί πήγαινα.
Ή ’Αθήνα, κάτασπρη, σαβανωμένη! Σάν φέρετρο, πού μέσα του χιλιάδες πεθαμένοι! Κι’ όσοι άπομέναν νά Βογγουν, κουφάρια, σκελετοί, έδώ καί κεϊ σουρμένοι, ήσαν… οί ζωντανοί!…
Γκράπ-γκρούπ! σπάζει τό χιόνι, «ή μπόττα» ή φοβερή! «Σκλαβιά» τή λέγαν; «Κατοχή»!;…