άρθρο του επίλαρχου ∆ηµήτριου Καριώτη
M.Sc. Νεότερης και Σύγχρονης Ελληνικής Ιστορίας
.
Ο 19ος αιώνας χαρακτηρίζεται από µια σειρά εθνικοαπελευθερωτικών αγώνων, οι οποίοι πραγµατοποιήθηκαν στο πλαίσιο της προσπάθειας του ελληνικού έθνους να αποτινάξει τον οθωµανικό ζυγό και να δηµιουργήσει ελεύθερο κράτος. Με αφετηρία την Επανάσταση του 1821, αρχίζει η περίοδος της νεότερης ιστορίας του έθνους, η πρώτη φάση της οποίας ολοκληρώνεται τον Φεβρουάριο του 1830, µε την υπογραφή του Πρωτοκόλλου του Λονδίνου, µε το οποίο οι Μεγάλες ∆υνάµεις της εποχής (Αγγλία-ΓαλλίαΡωσία) αναγνωρίζουν το ελεύθερο, ανεξάρτητο και επικυρίαρχο ελληνικό κράτος, όπως είχε διακηρυχθεί από την Α΄ Εθνική Συνέλευση της Επιδαύρου (1 Ιανουαρίου 1822).
Ωστόσο, το Πρωτόκολλο του Λονδίνου προέβλεπε εξαιρετικά περιορισµένα σύνορα για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, αφήνοντας ένα πολύ µεγάλο τµήµα του ελληνικού στοιχείου στο έλεος του Οθωµανού δυνάστη. Υπό αυτές τις συνθήκες, ο ελληνισµός επιδόθηκε σε µια σειρά από αγώνες για την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών.
Ειδικότερα, το Μακεδονικό και το Κρητικό Ζήτηµα, τα οποία όξυναν τις σχέσεις της Ελλάδας µε την Πύλη, οδήγησαν στον Ελληνοτουρκικό Πόλεµο του 1897 (Απρίλιος-Μάιος 1897), για τον οποίο µέρος της ευθύνης φέρουν οι Μεγάλες ∆υνάµεις, µεταξύ των οποίων η Γερµανία και η Αυστρία, οι οποίες είχαν συµφέροντα από τη διατήρηση του status quo στην περιοχή.
Οι πολεµικές επιχειρήσεις κατέληξαν σε ήττα των ελληνικών δυνάµεων, οι οποίες αντιµετώπισαν σηµαντικές ελλείψεις σε εφόδια και υλικά, ενώ απουσίαζε ο στρατηγικός σχεδιασµός. Αντίθετα, ο Τουρκικός Στρατός, οργανωµένος από Γερµανούς αξιωµατικούς, εµφανίστηκε άριστα εκπαιδευµένος και άρτια εξοπλισµένος. Η δυσχερής εξέλιξη του πολέµου οδήγησε τον Έλληνα Πρωθυπουργό Θεόδωρο ∆ηλιγιάννη σε αποποµπή από την κυβέρνηση και την αντικατάστασή του από τον ∆ηµήτριο Ράλλη, ο οποίος επιζήτησε εναγωνίως τη µεσολάβηση των Μεγάλων ∆υνάµεων για τον άµεσο τερµατισµό του πολέµου και την αποφυγή της ολοκληρωτικής καταστροφής.
Στις διαπραγµατεύσεις που ακολούθησαν, στην Κωνσταντινούπολη (ΜάιοςΝοέµβριος 1897), υπογράφηκαν οι όροι της ειρήνης (6/18 Σεπτεµβρίου), οι οποίοι, εκτός από τη ρύθµιση των συνόρων (ο Σουλτάνος, παρά την αρχική του απαίτηση για την επανάκτηση της Θεσσαλίας, αρκέστηκε σε µικρά εδαφικά κέρδη που δεν περιλάµβαναν κατοικηµένες περιοχές), προέβλεπαν πολεµική αποζηµίωση ύψους 4 εκατοµµυρίων τουρκικών λιρών (95 εκατοµµύρια γαλλικά φράγκα), την οποία έπρεπε να καταβάλλει η Ελλάδα στην Οθωµανική Αυτοκρατορία.
Τα υπόλοιπα άρθρα της προκαταρκτικής συνθήκης αφορούσαν στην ανταλλαγή των αιχµαλώτων, στην παροχή αµνηστίας, στις αποζηµιώσεις ιδιωτών, στις τηλεγραφικές και ταχυδροµικές σχέσεις των δύο µερών, στην ελευθερία του εµπορίου και της ναυτιλίας κ.ά., ενώ σε ειδικό άρθρο προβλεπόταν η αναγκαστική διαιτησία των Μεγάλων ∆υνάµεων για όποιες διαφορές ανέκυπταν στη συνέχεια. Η οριστική συνθήκη ειρήνης υπογράφηκε στις 22 Νοεµβρίου/4 ∆εκεµβρίου 1897, καθώς ο Σουλτάνος επέµενε, στο µεταξύ, στην τροποποίηση µερικών όρων της προκαταρκτικής.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »