.
Συνταγµατάρχης (ΠΒ) Ιωάννης Γεµενετζής
Ιστορικός – Υποδιευθυντής ΓΕΣ/∆ΙΣ
Το Ολοκαύτωµα των Καλαβρύτων, το ∆εκέµβριο του 1943, αποτελεί, αναµφίβολα, ένα από τα σηµαντικότερα ιστορικά γεγονότα της νεότερης ελληνικής ιστορίας και παράλληλα σηµατοδοτεί διαχρονικά ένα από τα πιο στυγνά εγκλήµατα των δυνάµεων κατοχής στην Ελλάδα, και γενικότερα στην Ευρώπη, κατά το Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο.1 Παρά την πάροδο σχεδόν εβδοµήντα ετών από το µοιραίο εκείνο ∆εκέµβριο του 1943, τα γεγονότα που εξελίχθηκαν και οδήγησαν τελικά στο Ολοκαύτωµα των Καλαβρύτων παραµένουν ανεξίτηλα χαραγµένα στην ιστορική µνήµη.
Οι γερµανικές δυνάµεις κατοχής στήριξαν την επιβολή της κυριαρχίας τους όχι µόνο στην υποταγή του λαού αλλά και στη συνεργασία των αρχών που εγκατέστησαν. Κάθε αντίσταση και κάθε αντίδραση τιµωρούνταν µε αντίποινα που έλαβαν τη µορφή αθρόων εκτελέσεων ανθρώπων ανεξαρτήτως φύλου και ηλικίας και ολοσχερών καταστροφών περιουσιακών στοιχείων. Με βάση την αρχή αυτή, τα στρατεύµατα κατοχής (γερµανικά, ιταλικά και βουλγαρικά) προέβησαν σε εγκλήµατα και δηώσεις σε βάρος του ελληνικού πληθυσµού, µε δικαιολογία τη δράση των αντιστασιακών οργανώσεων.
Τα εγκλήµατα που διέπραξαν οι Γερµανοί αποτελούν ενιαίο και αναπόσπαστο µέρος της ναζιστικής αντίληψης περί ολοκληρωτικού πολέµου και διεξήχθησαν στο πλαίσιο της εκτέλεσης ενός προσυµφωνηµένου και προµελετηµένου σχεδίου τροµοκράτησης και εκµετάλλευσης των κατοίκων των κατεχόµενων περιοχών. Απώτερος σκοπός τους ήταν να εξαλείψουν κάθε µορφής αντίσταση που θα απειλούσε µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο την επιβολή και διατήρηση της εξουσίας τους.2