Toῦ Βασίλειου Εὐσταθίου, Δρ. Φυσικοῦ, πτ. Θεολογίας (Τμ.Κοιν.Θ.ΕΚΠΑ)
Ἐπισκεπτόμενος κάποιος σήμερα τὴν περιοχὴ ποὺ ἔζησε ὁ Λὼτ ἀντικρύζει ἕνα ἄγονο καὶ ἐρημικὸ τόπο. Αὐτὸς ὁ τόπος οἱ Ἁγίες Γραφὲς μαρτυροῦν ὅτι δὲν ἦταν πάντα ἔτσι («καὶ ἐπάρας Λὼτ τοὺς ὀφθαλμοὺς αὐτοῦ, ἐπεῖδε πᾶσαν τὴν περίχωρον τοῦ Ἰορδάνου, ὅτι πᾶσα ἦν ποτιζομένη…, ὡς ὁ παράδεισος τοῦ Θεοῦ», Γεν. 13,10), ἀλλὰ κάτι συνέβη καὶ εἶναι σήμερα ἔτσι ὅπως βλέπουμε. Ὅλα συνέβησαν μιὰ μέρα ποὺ ὁ Λὼτ συνάντησε δύο ξένους στὴν πλατεία τῆς πόλης ποὺ ζοῦσε («ἰδὼν δὲ Λώτ, ἐξανέστη εἰς συνάντησιν αὐτοῖς», Γεν. 19,1) καὶ ἀφοῦ ἐπέμεινε νὰ τοὺς φιλοξενήσει στὸ σπίτι του, κατάφερε τελικὰ νὰ τοὺς πείσει («καὶ κατεβιάζετο αὐτούς, καὶ ἐξέκλιναν πρὸς αὐτὸν καὶ εἰσῆλθον εἰς τὸν οἶκον αὐτοῦ», Γεν. 19,3). Ὅμως σύντομα μετὰ τὸ δείπνο τους, τὰ πράγματα ἐξελίχθηκαν ἀναπάντεχα, γιατὶ ὅλη ἡ πόλη, ἀνεξαρτήτως ἡλικίας, ἔδειξε διαφορετικὲς προθέσεις ἀπέναντι στοὺς δύο ξένους ἀπὸ αὐτὲς τοῦ Λὼτ («καὶ ἐποίησεν αὐτοῖς πότον, καὶ ἀζύμους ἔπεψεν αὐτοῖς, καὶ ἔφαγον. πρὸ τοῦ κοιμηθῆναι δέ, οἱ ἄνδρες τῆς πόλεως οἱ Σοδομῖται περικύκλωσαν τὴν οἰκίαν ἀπὸ νεανίσκου ἕως πρεσβυτέρου, ἅπας ὁ λαὸς ἅμα.», Γεν. 19,3-4).
Ἦταν πράγματι φοβερὴ ἡ ἀπαίτησή τους, ἔξω ἀπὸ κάθε λογικὴ, ἐνάντια στὸ φυσιολογικό, τυφλωμένη ἀπὸ ἐμπάθεια, βυθισμένη στὴν ἀνομία. Φώναζαν στὸ Λὼτ λέγωντας: «Δὼς τους μας νὰ ἀσελγήσουμε πάνω τους!» («καὶ ἐξεκαλοῦντο τὸν Λὼτ καὶ ἔλεγον πρὸς αὐτόν· ποῦ εἰσιν οἱ ἄνδρες οἱ εἰσελθόντες πρὸς σὲ τὴν νύκτα; ἐξάγαγε αὐτοὺς πρὸς ἡμᾶς, ἵνα συγγενώμεθα αὐτοῖς.» Γεν. 19,5). Ἡ ἐξέλιξη στὴν συνέχεια εἶναι γνωστὴ. Ὁ Λὼτ μπροστὰ στὴν φρίκη ποὺ ζοῦσε, μέσα στὴν ἀπόγνωσή του, προκειμένου νὰ ἀποφύγει τὸ χειρότερο, ὄχι μόνο τὴν παραβίαση τοῦ φυσικοῦ νόμου, ἀλλὰ καὶ τὴν τρομερὴ ἱεροσυλία, καθῶς ὥς δίκαιος ποὺ ἦταν διαισθανόταν ὁπωσδήποτε ὅτι οἱ δύο ξένοι του ἦταν κάτι περισσότερο ἀπὸ δύο ἁπλοὶ περαστικοί, ἦταν ἀπεσταλμένοι τοῦ Κυρίου, πρόσωπα ἱερά, πρόσφερε σὲ ἀντάλλαγμα γιὰ νὰ σώσει τοὺς δύο ξένους, τὶς δύο παρθένες κόρες του («εἰσὶ δέ μοι δύο θυγατέρες, αἳ οὐκ ἔγνωσαν ἄνδρα· ἐξάξω αὐτὰς πρὸς ὑμᾶς,», Γεν. 19,8), χωρὶς ὅμως νὰ καταφέρει νὰ ἀποτρέψει τὴν ἀνεξέλεγκτη μανιώδη ὀρμὴ τοῦ τυφλοῦ ἄλογου πάθους τῶν συμπολιτῶν του κατὰ τῶν φιλοξενούμενών του. Τελικὰ ἡ τύφλωσή τους θαυματουργικὰ ποὺ ἀκολούθησε, τοὺς ἐμπόδισε νὰ κάνουν πράξη τὸν πονηρό καὶ ἐγκληματικό σκοπό τους, καὶ ἀφοῦ τὰ ξημερώματα ἀπομακρύνθει ὁ Λὼτ μὲ τὴν οἰκογένειά του ἀπὸ τὴν πόλη, ἐπῆλθε ἡ τιμωρία γιὰ σύσσωμη τὴν πόλη ποὺ μετέτρεψε ὅλο τὸ χῶρο της καὶ τὸν γύρω ἀπὸ αὐτὴν ἀπὸ παράδεισο σὲ κόλαση («καὶ κατέστρεψε τὰς πόλεις ταύτας καὶ πᾶσαν τὴν περίχωρον καὶ πάντας τοὺς κατοικοῦντας ἐν ταῖς πόλεσι καὶ τὰ ἀνατέλλοντα ἐκ τῆς γῆς.», Γεν. 19,25).
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »