.
Η εκδήλωση συνωμοσίας δεν αποτελούσε σπάνιο φαινόμενο στη μακραίωνη ιστορία του Βυζαντίου. Από την άποψη αυτή, η επιβουλή του Ρωμανού Βοΐλα (σ.1) κατά του Κωνσταντίνου Θ’ Μονομάχου (1042-1055) δε θα παρουσίαζε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εάν ο τρόπος αντιμετώπισης της από το βυζαντινό ηγεμόνα δεν την καθιστούσε γεγονός άξιο να διερευνηθεί.
Από τους βυζαντινούς συγγραφείς που καταγράφουν το γεγονός (σ.2), ο Μιχαήλ Ψελλός είναι ιδιαίτερα διεξοδικός και παρασταστικός. Κατά συνέπεια, η εικόνα που σχηματίζουμε για τον αυτοκράτορα και το συνωμότη, καθώς και η άποψη που διαμορφώνουμε για τα αίτια και την εξέλιξη της συνωμοσίας, οφείλονται κατά κύριο λόγο στη μαρτυρία του βυζαντινού ιστορικού.
Σύμφωνα με τις πηγές, ο ΒοΤλας ήταν άνδρας ταπεινής καταγωγής (σ.3) και υπηρετούσε στα τάγματα των σωματοφυλάκων του Μονομάχου (σ.4). Λόγω της επιτηδειότητας και κυρίως λόγω της γλωσσικής μειονεξίας του, με την οποία διασκέδαζε πολύ ο αυτοκράτορας, γρήγορα αναπτύχθηκε ανάμεσα τους οικειότητα, που βαθμιαία εξελίχτηκε σε φιλία και σε ένα είδος εξάρτησης του ενός από τον άλλο (σ.5). Σε σύντομο χρονικό διάστημα ο ΒοΤλας πέτυχε να καταγοητεύσει και τις δύο βασίλισσες, τη Ζωή και τη Θεοδώρα (σ.6). Διαθέτοντας, έτσι, την εύνοια του αυτοκρατορικού περιβάλλοντος δεν άργησε να αναρριχηθεί στην ιεραρχία τόσο, ώστε τα πρώτα φέρειν εν βασιλείοις (σ.7).