Γράφει ο Δημήτριος Νατσιός, Δάσκαλος
«Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά, οι γονείς μου κατάγονταν από τη Χίο. Η μητέρα του αείμνηστου Πορφύρα και η δικιά μου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις πέρασα στον Πειραιά. Κι όποιος ξέρεις τι σημασία έχει γιά τον νέο η παρουσία στην κριτική τούτη ηλικία ενός προσώπου, σαν τον λαμπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύμιζε αρχαίον Έλληνα, τον αείμνηστο Ιάκωβο Δραγάτση, νιώθει γιατί οι μαθητές του φυλάγουν σ’ όλη τους τη ζωή, μέσα στην καρδιά τους, τη μνήμη της μορφής του». (Δ.Πικιώνη «Κείμενα», έκδ. «Μορφωτικό ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας», σελ. 23).
Ξεκίνησα να διαβάζω κάποια αυτοβιογραφικά σημειώματα του Π.Πικιώνη, του μεγάλου Έλληνα. Κοντοστάθηκα, «φιλοσόφησα» λίγο την τελευταία πρόταση του προοιμίου του. Κράτησε στα φυλλοκάρδια του, ολοζωής, την μνήμη της μορφής του δασκάλου του. Μεγάλη κουβέντα.
Πόσες φορές σε βιογραφίες σπουδαίων, «πάνυ ακριβών» ανθρώπων, δεν διαβάζουμε παρόμοιες φράσεις. «Ευτύχησε να μαθητεύσει κοντά στον…». «Ο μεγάλος Δάσκαλος του Γένους… τον ενέπνευσε την αγάπη για τα γράμματα». Όσο κρατούσε η Παιδεία σ’ αυτόν τον τόπο, σχολείο και παίδευση σήμαινε δάσκαλος. Τα πάντα δορυφορούσαν τον δάσκαλο. «Καλών των διδασκάλων καλοί και οι μαθηταί», απροσπέλαστος ο λόγος του αγίου Γρηγορίου του θεολόγου. Χαρακτηριστικό το ακόλουθο παράδειγμα, που δείχνει το πόσο σημαντικό και ουσιαστικό θεωρούσαν οι Ρωμηοί (Βυζαντινοί) πρόγονοί μας το αξίωμα του δασκάλου.