(πηγή: Γ. Μεζεβίρη Αντιναυάρχου ε.α., «Τέσσαρες δεκαετίες εις την Υπηρεσίαν του Β. Ναυτικού», Αθήναι 1971)
Από την νύχτα της 6ης Απριλίου 1941, ο πόλεμος είχε περάσει σε νέα φάση. Το Ναυτικό μας αντιμετώπισε έναν εχθρό με συντριπτική υπεροχή ισχύος και υποχρεώθηκε να δέχεται πλήγματα, χωρίς να διαθέτει κατάλληλα μέσα άμυνας. Καταδικάστηκε σε παθητική στάση, είχε βαριές απώλειες αλλά είχε την ευκαιρία να επιδείξει και πράξεις ηρωισμού.
Ο πρώτος σφοδρός βομβαρδισμός του Πειραιά από την Γερμανική αεροπορία την νύχτα της 6ης προς την 7η Απριλίου, έδειξε την ανεπάρκεια της αντιαεροπορικής μας άμυνας. Τα αντιαεροπορικά μας πυροβολεία στη περιοχή του Ναυστάθμου και της Ελευσίνας, που είχαν αποδειχθεί ικανά να αποκρούσουν τις άτονες επιθέσεις των Ιταλικών αεροπλάνων, αν και ενισχύθηκαν με μια Αγγλική α/α πυροβολαρχία στο ορμητήριο της Ελευσίνας, με το α/α πυροβολείο του θ/κ «ΑΒΕΡΩΦ» και με λιγοστά Αγγλικά καταδιωκτικά, ήταν τελείως ανεπαρκή για ν’ αποκρούσουν την ασύγκριτα μεγαλύτερη Γερμανική αεροπορία.