.
Συνέντευξη στην Εφημερίδα ΕΘΝΟΣ, 30 Σεπτεμβρίου 1991
Μνήμες και Μαρτυρίες από το ’40
και την Κατοχή, σελ. 100-102
– Πως βγήκατε στο βουνό Μακαριώτατε ;
– Το 1942, με χειροτόνησε ο Δαμασκηνός…, μου έδωσε το οφίκκιο του Αρχιμανδρίτου και με τοποθέτησε και πάλι ως Εφημέριο, ως Εφημερεύο- ντα Ιεροκήρυκα ακριβέστερα, στον ’γιο Λουκά Πατησίων. Εκεί, κατά το διάστημα που ήμουν διάκονος ακόμη, είχα αναπτύξει μια δράση, ας την πω εθνική.
Αναλογιζόμενος την πείνα και τη δυστυχία που είχε τότε η πατρίδα μας, ίδρυσα εκεί κάτι συσσίτια, στο προαύλιο του Ναού, σ’ έναν κήπο. Όταν εμείς δεν είχαμε να φάμε, εγώ τάιζα 600 παιδιά.
Στα κηρύγματά μου (…) ήμουν λιγάκι λαύρος κατά των κατακτητών και πολλές φορές κατά των εκτρεπομένων Ελλήνων ή Ελληνίδων, συμπραττόντων με τους κατακτητάς . Κινδύνευσε τότε και η ζωή μου ακόμη. Είχε έλθει στα αυτιά μου ότι « αυτός θα το φάει το κεφάλι του!»
Όπως φαίνεται με παρακολουθούσε κι η οργάνωση του Ε.Δ.Ε.Σ. και μια μέρα με πλησίασαν και με βολιδοσκόπησαν, αν θέλω να βγω στο βουνό, στις αντάρτικες ομάδες του Ε.Δ.Ε.Σ. του Ζέρβα. Με προθυμία δέχθηκα και μυήθηκα μάλιστα από τον βιομήχανο που είχε εργοστάσια, Ευθύμιο Μπάρδη και τον δικηγόρο Ματσούκα στο κατάστημα του Μπάρδη .
– Θυμάστε την αναχώρησή σας;
– Πήγα στο βουνό, σαράντα τρία η υπόθεση αυτή (…), δια μέσου Πατρών πέρασα στο Κρυονέρι με μια πνίχτρα , δεν θυμούμαι και τα’ όνομά της, ένα καραβάκι τέλος πάντων, του οποίου η ασφάλεια δεν ήταν και τόσο μεγάλη.