αναδημοσίευση από τη Βυζαντινή Ιστορία
.
Ο Αρκάδιος ήταν μόλις 17 χρονών όταν ανέβηκε στο θρόνο. Μη έχοντας ούτε την απαραίτητη πείρα ούτε τη δύναμη θέλησης, γρήγορα βρέθηκε υποχείριος των ευνοουμένων του, που διηύθυναν τις υποθέσεις της αυτοκρατορίας με τέτοιο τρόπο που να ικανοποιεί τα προσωπικά και κομματικά τους συμφέροντα. Αρχικά επηρέαζε τον αυτοκράτορα ο Ρουφίνος, τον οποίο είχε διορίσει ο Θεοδόσιος, όταν ζούσε, επίτροπο του Αρκαδίου. Ο Ρουφίνος όμως γρήγορα δολοφονήθηκε και, δυο χρόνια αργότερα, ο ευνούχος Ευτρόπιος άρχισε να επηρεάζει τρομερά τον νεαρό αυτοκράτορα. Η γρήγορη ανάδειξη του νέου ευνοούμενου οφείλεται κυρίως στο ότι πέτυχε να παντρέψει τον Αρκάδιο με την Ευδοκία, την κόρη ενός Φράγκου αξιωματικού που υπηρετούσε στο ρωμαϊκό στρατό.
Ο Ονόριος, ο μικρότερος αδελφός του Αρκαδίου, είχε τεθεί κάτω από την καθοδήγηση του αρκετά ικανού Στιλίχωνα, ο οποίος αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα Γερμανού βαρβάρου που έγινε Ρωμαίος, και πρόσφερε μεγάλες υπηρεσίες στην αυτοκρατορία στη διάρκεια των αγώνων της εναντίον του λαού του.
Η τακτοποίηση του «Γοτθικού» προβλήματος
Το βασικό πρόβλημα που απασχόλησε το κράτος, κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αρκαδίου, ήταν το Γερμανικό. Οι Βησιγότθοι, που είχαν εγκατασταθεί στη βόρεια πλευρά της Βαλκανικής χερσονήσου, απέκτησαν ένα νέο ικανό αρχηγό, τον Αλάριχο (395-410). Μόλις ο Αρκάδιος ανέλαβε την εξουσία, ο Αλάριχος εκστράτευσε εναντίον της Θράκης και της Μακεδονίας, απειλώντας ακόμα και την πρωτεύουσα.
Η διπλωματική επέμβαση του Ρουφίνου άλλαξε το σχέδιο που είχε ο Αλάριχος εναντίον της Κωνσταντινούπολης και η προσοχή των Γότθων στράφηκε προς την Ελλάδα. Ο Αλάριχος διέσχισε τη Θεσσαλία και έφτασε διαμέσου των Θερμοπυλών στην Κεντρική Ελλάδα.
Οι κάτοικοι της Ελλάδας, την περίοδο αυτή ήταν σχεδόν όλοι Έλληνες του τύπου εκείνου που είχε γνωρίσει ο Παυσανίας και ο Πλούταρχος.
Όπως αναφέρει ο Γρηγορόβιος, η γλώσσα, η θρησκεία, οι συνήθειες και οι νόμοι των προγόνων των Ελλήνων είχαν μείνει σχεδόν αμετάβλητες στις πόλεις και τα χωριά. Και παρά το γεγονός ότι ο Χριστιανισμός είχε αναγνωριστεί ως η επίσημη θρησκεία του κράτους, ενώ απαγορευόταν η λατρεία των θεών, που ήταν καταδικασμένη να εξαφανιστεί, η αρχαία Ελλάδα είχε ακόμα έκδηλα τα σημεία της ειδωλολατρίας λόγω κυρίως της διατήρησης των μνημείων της αρχαιότητας.