.
αναδημοσίευση από τα Ιστορικά Χρονικά
άρθρο του Ιωάννη Β. Αθανασόπουλου ιστορικού
Το πρωινό της Τρίτης 1ης Φεβρουαρίου του 1944 ο Κίτσος Μακρυγιάννης Μαλτέζος πέφτει νεκρός από χέρι ελληνικό μπροστά στο άγαλμα του Βύρωνα. Οι εκτελεστές της ΌΠΛΑ έβγαλαν από την μέση τον «προδότη». Ήταν η εποχή που ο κατοχικός εμφύλιος είχε ήδη φουντώσει.
Η ΟΠΛΑ υπαγόταν -όπως και το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ- στο Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδος. Εν μέσω κατοχής του Άξονα, είχε παρθεί η απόφαση στο Κόμμα όχι απλώς να μονοπωλήσει την αντίσταση ο ΕΛΑΣ αλλά να ξεκαθαρίσει τους λογαριασμούς του με την «αντίδραση» και όχι με τους Γερμανούς. Όπου «αντίδραση» βεβαίως όσοι πατριώτες αρνούνταν να εισχωρήσουν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ σαν πρόσωπα ή σαν αντιστασιακές οργανώσεις.
Η πολιτική αυτή της εξόντωσης αγωνιστών άλλων οργανώσεων μόνο και μόνο γιατι δεν δέχονταν να υποταχθούν στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ανάγκασε τον Κίτσο Μαλτέζο να εγκαταλείψει ήδη από τον Ιανουάριο του 1943 την ΟΚΝΕ. Σημειωτέον δεν είχε αρχίσει ακόμη έντονα ο κατοχικός εμφύλιος στα βουνά. Οι εξελίξεις θα δικαιώσουν σε απόλυτο βαθμό τον εικοσιδιάχρονο τότε Κίτσο.
Ο ίδιος δεν ήταν ένα απλό στέλεχος της Κομμουνιστικής Νεολαίας. Ήταν ηγετικό στέλεχος τόσο σημαντικό ώστε στους κόλπους της ΟΚΝΕ να τον ονομάσουν «Κόκκινο Τσάρο». Η φυγή του θα αποτελούσε σκάνδαλο καθώς γνώριζε πρόσωπα και πράγματα. Παρά τις προσπάθειες στελεχών του Κόμματος να τον μεταπείσουν, ο ίδιος είχε λάβει την οριστική του απόφαση. Έπρεπε όμως να δικαιολογηθεί στη βάση της νεολαίας και του φοιτητικού κόσμου η φυγή του Μαλτέζου. Διαδόθηκε μια φήμη πως οι Ιταλοί είχαν στα χέρια τους μια λίστα με ονόματα 25 στελεχών της Νεολαίας.