Συνέβη το ανέλπιστο! Το κιτρινισμένο απ΄ τη λήθη του καιρού βιβλίο*, που έμενε κλειστό για 103 χρόνια, άνοιξε μπροστά στην ακατανίκητη περιέργειά μου. Ήμουν ο πρώτος, που μετά από έναν αιώνα και κάτι, αφού ενδύθηκα το ύφος μεγάλου εξερευνητή, υποκινούμενος ίσως και από τον προκλητικό του τίτλο «Κοινωνιολογικά Παράδοξα», άρχισα να σκίζω μία προς μία τις σελίδες του, μπήγοντας ανελέητα το μαχαίρι στους αρμούς του, με την επισημότητα της συγκεκαλυμένης μανίας του μύστη, που κατακρεουργεί τελετουργικά το αμόλυντο θύμα του. Στη βία κάποιες φορές κρύβεται η αθωότητα του θύτη, όχι του θύματος….
[…] Ο ηρωικός άνθρωπος δεν είναι το άνθος, δεν είν’ ο καρπός -αυτά αντιπροσωπεύουν το παρόν και του παρόντος την ανεπιφύλακτον χαράν. Είναι ο σπόρος που θα ταφεί και θα σαπίσει, δια ν’ αναφανεί το άνθισμα και το κάρπισμα. Είν’ εκείνος που θάπτεται δια να εορτασθή η ανάστασις, και ανάστασις χωρίς ταφήν δεν υπάρχει.
[…] Αλλ΄ο ηρωικός άνθρωπος δεν δείχνεται εις την συντριβήν του μόνον, ή και εις την ετοιμότητα έστω προς συντριβήν. Ειδεμή, η ηρωική αντίληψις θα ήτον ιδεώδες θανάτου μόνον, όχι μορφή ζωής –και τι ζωής. Ο ηρωικός άνθρωπος, και μόνος αυτός, ζη έντονα και πλούσια ολόκληρον την Ζωήν. Αλλά το να ζήσει έντονα δεν σημαίνει δι’ αυτόν ό,τι συνήθως νοούμεν με την έκφρασιν αυτήν: να δοκιμάζη άφθονα και δυνατά τας απολαύσεις και τας ηδονάς της Ζωής. Δεν τας αγνοεί βέβαια τας απολαύσεις της Ζωής ο ηρωικός άνθρωπος. Αλλά τας δοκιμάζει τόσον, όσον χρειάζεται να τας ξεπεράση, τας γνωρίζει τόσον, ώστε να εννοή, ότι καταβάθος παραλύουν μάλλον την δύναμιν του ανθρώπου, και ας του χαρίζουν την ψευδαισθησίαν της εντατικότητος και της πλησμονής. Έπειτα τας απολαύσεις αναζητεί εκείνος που ζητεί να πάρει από την Ζωήν, όχι εκείνος που έχει να της δώση- και σε πλουτίζει όχι το να παίρνεις, αλλά το να δίδης.
Αν στέρηση είναι να μην έχεις αυτό που επιθυμείς, ανικανοποίητο είναι να έχεις μεν αυτό που επιθυμείς, αλλά να μη σου προσφέρει τη γεύση που περίμενες να σου προσφέρει. Η απόκτησή του να αποδεικνύεται απογοητευτική. O άνθρωπος σήμερα μαραίνεται μέσα στην εποχή του ανικανοποίητου. Κι αν, όταν στερείσαι, μπορείς να ονειρεύεσαι και να προσδοκάς, μέσα στην ανικανοποίητη καθημερινότητα και τις απανωτές απογοητεύσεις -όχι απ’ αυτά που δεν έχεις αλλά απ’ αυτά που έχεις-, δεν ξέρεις πια τι ακριβώς να επιθυμήσεις.
Σε κάθε εγκατεστημένη μορφή εξουσίας, πέραν των νομικών και κατασταλτικών προϋποθέσεων συντήρησης και ενίσχυσης της οικείας τάξης πραγμάτων, αναπτύσσονται και μορφές ιδεολογικής εκλογίκευσης και δικαίωσης της ανισότητας που το σύστημα παράγει. Εάν παρατηρούσαμε με προσοχή τις αντιδράσεις των εκπροσώπων της κομματικής ελίτ, (η οποία συνιστά μια παρασιτική κοινωνική ομάδα που λυμαίνεται τα δημόσια αγαθά, στηριζόμενη στις δυνατότητες που της παρέχει ο αποκλειστικός έλεγχος του κράτους), ενώπιον της επιχειρηματολογίας αποδόμησης των θεμελίων νομιμοποίησης της κυρίαρχης τάξης πραγμάτων και κυρίως της κριτικής που την ταξινομεί στην ολιγαρχική οργάνωση του πολιτεύματος, θα διαπιστώναμε, ότι ανεξάρτητα απ΄ το ιδεολογικό σημείο εκκίνησης, οι εκπρόσωποι των πολιτικών κομμάτων, υπερβαίνουν τις επιμέρους ιδεολογικές τους διαφορές, όπου στο εσωτερικό της κομματοκρατίας φαντάζουν αγεφύρωτες, όπως λόγου χάρη, η ένταση μεταξύ δεξιάς-αριστεράς και συσπειρώνονται γύρω από μια ενιαία εννοιολογική πλατφόρμα, με στόχο τη μη διασάλευση της νομοκατεστημένης πραγματικότητας, απ΄ την οποία αντλούν την αυτοτέλεια και τη δύναμή τους, δηλαδή την ολιγαρχική συνθήκη του πολιτεύματος.
Με άλλα λόγια, μόνο ο αληθινά αντισυστημικός λόγος μπορεί να συνενώσει εις βάρος του (Η ισχύς εν τη ενώσει), όλους τους ιδεολογικά αντίθετους μνηστήρες της εξουσίας, οι οποίοι οφείλουν την πολιτική τους υπόσταση στην ύπαρξη της θεμελιώδους και αυστηρής διάκρισης που επιβάλλει η ολιγαρχική φύση του πολιτεύματος, μεταξύ κυβερνόντων και κυβερνωμένων. Ώστε παρατηρούμε τους κομματικούς εκπροσώπους της «δεξιάς», της «αριστεράς» και του «κέντρου», να εγκαταλείπουν τις αμοιβαία εχθρικές τους δια-θέσεις και να ενώνονται για να κατασπαράξουν όποιον δηλώνει εναντίος των κοινών εξουσιαστικών τους συμφερόντων. Το φαινόμενο αυτό, πιστοποιεί τις βαθύτερες, κοινές ιδεολογικές τους καταβολές, αλλά και την αμοιβαιότητα των συμφερόντων τους. Στη συνέχεια, γίνεται μια προσπάθεια να αποκωδικοποιηθούν οι τακτικές ιδεολογικής εκλογίκευσης της ολιγαρχίας.
Η διάκριση ανάμεσα στο έχει και το είναι δεν είναι και τόσο ξεκάθαρη για την κοινή λογική. Το έχει, φαίνεται να είναι μια φυσιολογική λειτουργία της ζωής μας: για να ζήσουμε, πρέπει να έχουμε πράγματα. Ακόμα περισσότερο, πρέπει να έχουμε πράγματα για να μπορούμε να τα απολαμβάνουμε. Σ’ ένα πολιτισμό όπου ο ύψιστος σκοπός είναι η κατοχή, θα έλεγε κανείς ότι η βαθύτερη σημασία του είναι, είναι το έχει. Και όταν κάποιος δεν έχει τίποτα, δεν είναι τίποτα.
Τα εμπειρικά ανθρωπολογικά και ψυχαναλυτικά δεδομένα δείχνουν ότι το έχει και το είναι, αποτελούν τους δύο βασικούς τρόπους εμπειρίας, και οι αντίστοιχες δυνάμεις τους καθορίζουν τις διαφορές ανάμεσα στους χαρακτήρες των ατόμων καθώς και τους διάφορους τύπους του κοινωνικού χαρακτήρα.
Τους τελευταίους αιώνες στις δυτικές γλώσσες άρχισε να γίνεται φανερή μια κάποια αλλαγή στην έμφαση που δίνουν στο έχει και στο είναι, καθώς η τάση της υποκατάστασης των ρημάτων με ουσιαστικά έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις. Το ουσιαστικό είναι η ακριβής έκφραση για ένα πράγμα. Ενώ για μια ενέργεια είναι το ρήμα. Παρ’ όλα αυτά όλο και πιο συχνά μια ενέργεια εκφράζεται με τύπους του έχω.
Για παράδειγμα: «Γιατρέ, έχω ένα πρόβλημα. Έχω αϋπνία. Αν και έχω ένα όμορφο σπίτι, χαριτωμένα παιδιά και ευτυχισμένο γάμο, έχω πολλές στεναχώριες». Πριν από μερικές δεκαετίες αντί ο άρρωστος να πει «έχω πρόβλημα», πιθανόν να έλεγε «είμαι στεναχωρημένος», αντί «έχω αϋπνία», «δεν μπορώ να κοιμηθώ», και αντί «έχω ένα ευτυχισμένο γάμο», «είμαι ευτυχισμένος στον γάμο μου».
Το σύγχρονο γλωσσικό ύφος δείχνει τον υψηλό βαθμό αλλοτρίωσης που επικρατεί. Το εγώ της εμπειρίας αντικαθίσταται με το αυτό της κτήσης.
Η πράξη της αγάπης -η επέκταση του εαυτού- απαιτεί την έξοδό σου από την αδράνεια της οκνηρίας (εργασία) ή από την εναντίωση που γεννά ο φόβος (θάρρος). Ας περάσουμε τώρα από το έργο της αγάπης στο θάρρος της αγάπης. Όταν επεκτείνουμε τον εαυτό μας, αυτός μπαίνει,σαν να λέμε, σε ένα νέο και πρωτόγνωρο έδαφος. Ο εαυτός μας γίνεται ένας νέος και διαφορετικός εαυτός. Κάνουμε πράγματα που δεν είμαστε συνηθισμένοι να κάνουμε. Αλλάζουμε. Η εμπειρία της αλλαγής , της ασυνήθιστης δραστηριότητας, τού να βρίσκεσαι σε μιαν άγνωστη χώρα, τού να κάνεις πράγματα με διαφορετικό τρόπο, είναι τρομακτική. Έτσι συνέβαινε και θα συμβαίνει πάντοτε. Οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν το φόβο τους για αλλαγή με διαφορετικούς τρόπους, αλλά ο φόβος είναι αναπόδραστος αν πράγματι πρόκειται να αλλάξουν. Θάρρος δεν είναι η απουσία του φόβου. Είναι η ενεργοποίηση σου παρά τον φόβο , η έξοδός σου από την εναντίωση που γεννά ο φόβος , και η είσοδος σου στη ζώνη του αγνώστου και του μέλλοντος. Σε ορισμένο επίπεδο, η πνευματική ανάπτυξη, και συνακόλουθα η αγάπη, πάντοτε απαιτεί θάρρος και εμπερικλείει κίνδυνο……………
Αν ξανοιχτείς σε κάποιαν άλλη ανθρώπινη ύπαρξη, υπάρχει πάντα ο κίνδυνος το πρόσωπο αυτό να απομακρυνθεί από σένα, αφήνοντας σε πιο οδυνηρά μονάχο από ό,τι ήσουν πριν. Αν αγαπήσεις κάτι που είναι ζωντανό -ένα πρόσωπο, ένα ζώο, ένα φυτό- αυτό θα πεθάνει κάποτε. Αν εμπιστευθείς κάποιον, μπορεί να πληγωθείς. Αν βασιστείς σε κάποιον αυτός μπορεί να σε απογοητεύσει. Το τίμημα της συναισθηματικής ενέργειας είναι ο πόνος. Αν κάποιος είναι αποφασισμένος να μη διακινδυνεύσει τον πόνο, τότε αυτό το άτομο πρέπει να αρκεστεί σε μια ζωή χωρίς πολλά πράγματα, όπως λόγου χάρη να έχει παιδιά, να παντρευτεί, να γνωρίσει την έκσταση του έρωτα, την ελπίδα της φιλοδοξίας, τη φιλία- καθετί που δίνει στη ζωή ζωντάνια, νόημα και σημασία. Ανοίξου ή αναπτύξου σε κάθε διάσταση, θα έχεις για αμοιβή, τόσο τον πόνο όσο και την χαρά. Μια γεμάτη ζωή θα είναι γεμάτη από πόνο. Αλλά η μόνη εναλλακτική λύση είναι να μην ζεις πλήρως, ή να μη ζεις καθόλου.