από τη Juliet
.
Ήτανε να ξημερώσει Μεγάλο Σάββατο , που είδα στον ύπνο μου πως απέθανα!
Επέθανα και , ως στρίψη ματιού ευρέθηκα εις τον άλλο κόσμον. Εκεί , ως από ενστίγματος , έτρεξα ευθύς εις τον Παράδεισο , και έλαβα την τόσον καλήν τύχη να φτάσω εις την στιγμή που έβγαινε να πάει σε περίπατο .
Μιλιούνι Άγιοι τον επεριστοιχούσανε βαστώντες αγγελούδια λάτινα , σαν εκείνα των εκκλησιών , κι εγώ εστοχάσθηκα να ωφεληθώ από εκείνην την αναστάτωση , από εκείνην τη σκοτούρα , δια να έμβω λαθρεμπορικώς – πως εις τον Παράδεισο , αποφεύγοντας τελωνειακάς ερεύνας , σαν οπού κι εγώ είχα κάτι να κρύψω.
Ανάτρεχα λοιπόν τον χείμαρρον των Αγίων , ανοίγοντας το δρόμο μου με τα δυο χέρια, όταν ο Άι- Πέτρος , ο ακοίμητος εκείνος θυρωρός των Ουρανίων Ανακτόρων , με αρπάζει από το λαιμοδέτη , και:
-Στάσου , λέει ,αναξία κολασμένη ψυχή !
-Άγιε, του είπα εγώ , γιατί με πιάνεις από το κολέτο , σαν να΄μουνα κλέφτης ;
-Σώπα , λέει , μπερ…..(μα δεν το ετελείωσε ), φεύγα εδώθε ,και πήγαινε στο πυρ το εξώτερον , το ητοιμασμένον δια όσους ξεσκεπάζετε τα……τα…..τα των ευσεβών ιερέων μας.
Εγώ , για μια στιγμή , ετρόμαξα , επειδή τα μάτια του Αγίου ερίχνανε φωτιές από το θυμό του , και τα γένια του έτρεμανε , κι επέτα σπίθες σάλια από το στόμα του!Μα έπειτα , κάνοντας δύναμη στον εαυτόν μου , έτρεξα κι εσταμάτησα τον Θεόν , κι έπεσα στα πόδια του , και γονυπετής του είπα:
-Θεέ Πατέρα , λάβε ευσπλαχνία δι΄ εμέ , και διόρισε του αγίου θυρωρού σου να με αφήσει να έμβω εις την αιωνίαν χαράν και αγαλλιάσην.
Μα τότε και ο ‘Αι- Πέτρος:
-Παναγιότατε Θεέ , του λέει , τούτος είναι Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »