Ο Χαράλαμπος Μούσκος γεννήθηκε στο χωριό Παναγιά, της επαρχίας Πάφου, στις 19 Μαΐου 1932. Γονείς του ήταν ο Γεώργιος και η Αναστασία Μούσκου, είχε έξι αδερφές, την Κυριακού, την Μαρία, την Καλλισθένη, την Ορθοδοξία, την Κλεοπάτρα και την Φανή.
Ήταν αγνός οπαδός του Σωματείου ΑΠΟΕΛ και διετέλεσε ένας από τους πρώτους πέντε ομαδάρχες ομάδων δολιοφθορών Λευκωσίας. Είναι ο πρώτος αγωνιστής της θρυλικής ΕΟΚΑ που έπεσε σε μάχη.
Μετά που τέλειωσε το γυμνάσιο, εργάστηκε σε δικηγορικό γραφείο και μετά στο μεταλλείο της Καλαβασού. Ήταν στέλεχος των οργανώσεων ΠΕΟΝ και ΟΧΕΝ Όταν στη συνέχεια η Αρχιεπισκοπή άνοιξε τυπογραφείο στη Λευκωσία, ο Μακάριος τον τοποθέτησε εκεί, αφού έκανε εξάμηνη εκπαίδευση λινοτυπίστα στην Ελλάδα.
Η δράση του στην ΕΟΚΑ άρχισε με την έναρξη του αγώνα τον Απρίλη του 1955. Η ομάδα του, με αρχηγό τον ίδιο, έλαβε ενεργό μέρος τη νύκτα της 1ης Απριλίου 1955 σε επίθεση στην Αρχιγραμματεία. Τρεις μήνες μετά συνελήφθη με άλλους, μετά από προδοσία, αφού βρέθηκαν στο σπίτι που νοίκιαζε όπλα και πυρομαχικά. Κατά τη δίκη του αθωώθηκε, γιατί το σπίτι ήταν ξεκλείδωτο και υπήρχε η δικαιολογία ότι μπορούσε να μπει μέσα όποιος ήθελε.
Γνωρίζοντας όμως ο ήρωας ότι, με βάση το νόμο της 15ης Ιουλίου 1955 «περί προσωποκρατήσεως», μπορούσε να συλληφθεί και να κρατηθεί χωρίς να του προσαφθεί συγκεκριμένη κατηγορία, έφυγε τρέχοντας από το δικαστήριο, καταδιωκόμενος από αστυνομικούς. Κρύφτηκε στην Αρχιεπισκοπή και, μετά από λίγες μέρες, κατέφυγε, καταζητούμενος πια, στη Βασιλική Κύκκου, όπου έγινε λημέρι ανταρτών, στο οποίο έμεινε για μήνες και ο Αρχηγός της ΕΟΚΑ Γεώργιος Γρίβας Διγενής. Από εκεί πήγε με τους άλλους αγωνιστές στο «Μερσινάκι», όπου η μοίρα τού επιφύλαξε ηρωικό τέλος.