.
Αντρούτσος: «Φωτιά ορέ Έλληνες!»
Γοβγίνας: «Τούς αφανίσαμε.»
Αντρούτσος: «Μεγάλο κακό. Η γή χόρτασε αίμα. Τηράτε κεί. Κεί όξω απ’ τήν πόρτα τής εκκλησιάς τού Άϊ Θανάση. Τόν βλέπετε κείνον μέ τά κόκκινα μπουντούρια πού κρατάει τό τοπούζι (απελατίκι, σιδερένιο ρόπαλο ακιδωτό στήν άκρη);
Αυτός είναι ο πασάς. Ρίξτε του! Ά ορέ Βρυώνη, ξαναμπήκες στήν εκκλησιά νά φυλαχτείς. Σέ σώσανε οι μπουλουξήδες σου παλιοκερατά!»
Παπανδρεάς: «Τό βόλι μου κτύπησε τήν πιστόλα του Δυσσέο. Μά ήτανε κρύο καί δέν τούκανε ζημιά.»
Μητρόπουλος: «Καπετάνιο τόν έφαγα τόν γουρνομύτη.»
Αντρούτσος: «Ποιόν ορέ;»
Μητρόπουλος: «Άμ’ πού νά τό βρεις. Τό Χαλήλ μπέη.»
Παπανδρεάς: «Κείνον ορέ, τό μπέη τού Ζητουνιού, πού παλούκωσε τό Διάκο;»
Μητρόπουλος: «Άμ’ ποιόν άλλο!. Τόν μάτιασα από μακρυά πούρχοταν μέ τούς μουρτάτες καταπάνω μας. Τόν άφησα νά ζυγώσει καί τούριξα.
Τού φώναξα. Νά ορέ Χαλήλ. Σέ ξοφλάμε γιά τό Διάκο μας.»