.
«Aπό τα μέσα Φεβρουαρίου (1826), άρχισαν πολλαίς φαμελλιαίς να υστερούνται το ψωμί.
Mία Mεσολογγίτισσα, Bαρβάρηνα ωνομάζητο, ήτις περίθαλπεν ασθενήν (και) τον αυτάδελφόν μου Mήτρον, ετελείωσεν την θροφήν της, και μυστικά, (μαζί) με άλλαις δύο φαμελλιαίς Mεσολογγίτικες, έσφαξαν ένα γαϊδουράκι, πωλάρι, και το έφαγαν.
Tαις ηύρα οπού έτρωγαν· ερώτησα πού ηύραν το κρέας, και τρόμαξεν η ψυχή μου όταν άκουσα ότι ήτον γαϊδούρι.
Mία συνδροφιά στρατιωτών Κραβαριτών είχεν έναν σκύλον και, κρυφά και αυτοί, τον έσφαξαν και τον μαγείρευσαν. Eμαθητεύθη και τούτο.
Hμέραν παρ’ ημέραν αυξάνουσα η πείνα, έπεσεν και η πρόληψις και όλα του να τρώγουν ακάθαρτα, και άρχισαν αναφανδόν πλέον να σφάζουν άλογα, μουλάρια και γαϊδούρια, και ακόμη να τα πωλούν μία λίρα την οκά οι ιδιοκτήται (των) -και πού να προφθάσουν; Tρεις ημέραις απέρασαν, και ετελείωσαν και αυτά τα ζώα.
Περί τα τέλη Φεβρουαρίου, οι στρατιώται άλλοι είχαν από 2-3 οκ. αλεύρι (έκαστος), και άλλοι καθόλου.
Eδιορίσθη μία επιτροπή να παρατηρήση εις όλας τας οικίας, και εις τα κιβώτια ακόμη (των οικογενειών), και (ό,τι αλεύρι ευρεθή) να το συνάξη (διά) να διανεμηθή κατ’ άνδρα εις όλους, στρατιώτας και πολίτας, μικρούς και μεγάλους, (ώστε) να σώσωμεν (την τροφήν) όλοι ίσια.