.
Ο Μάιος του 1948 μπήκε στραβά, όπως όλοι οι μήνες εκείνη την εποχή: την πρωτομαγιά δολοφονήθηκε στην Αθήνα ο υπουργός της κυβέρνησης Σοφούλη Χρήστος Λαδάς, από τη «στενή αυτοάμυνα» (ΟΠΛΑ). Τις επόμενες τρεις μέρες δολοφονήθηκαν σε αντίποινα (ή εκτελέστηκαν, αν προτιμάτε) μέσα στις φυλακές εκατοντάδες πολιτικοί κρατούμενοι, θανατοποινίτες. Ο Εμφύλιος βρισκόταν στην κορύφωσή του – αλλά το τέλος ήταν ακόμα μακριά…
Στις 16 Μαΐου αποκαλύπτεται στη Θεσσαλονίκη μια άλλη δολοφονία (είχε γίνει στις 8 του μηνός) η οποία συγκλονίζει όχι μόνο την ελληνική, αλλά και τη διεθνή κοινή γνώμη: ψαράδες βρίσκουν να επιπλέει κοντά στο Λευκό Πύργο το πτώμα ενός νεαρού άντρα. Ήταν δεμένος χειροπόδαρα και τον είχαν πυροβολήσει με περίστροφο στη βάση του κρανίου. Ήταν αμερικάνος, το επάγγελμά του ήταν δημοσιογράφος και το όνομά του Τζώρτζ Πολκ.
Ερχόταν από Αθήνα, αλλά δεν ήταν η Θεσσαλονίκη προορισμός του: πήγαινε στην Καβάλα, αλλά δεν έφτασε ως εκεί, γιατί το αεροδρόμιο είχε πλημμυρίσει. Ένας από τους στόχους του ήταν να συναντήσει τον Μάρκο Βαφειάδη στα βουνά και να του πάρει συνέντευξη. Στη Θεσσαλονίκη έμεινε ζωντανός μόλις 34 ώρες, από το πρωί της Παρασκευής μέχρι τα μεσάνυχτα του Σαββάτου, 8 Μαΐου. Γεγονός που υποδηλώνει ότι το «συμβόλαιό του» ήταν ήδη έτοιμο και απλά τον περίμενε.
Στις δεκαετίες που πέρασαν η υπόθεση Πολκ (πιο συγκεκριμένα: ποιοί και γιατί σκότωσαν τον Πολκ) ποτέ δεν έπαψε να προκαλεί το ενδιαφέρον. Κι αυτό γιατί ο μόνος εκ των καταδικασθέντων για τη δολοφονία που ήταν ζωντανός, ο δημοσιογράφος Γρηγόρης Στακτόπουλος, δε σταμάτησε να διακηρύσσει την αθωότητά του. Αλλά και μετά το θάνατό του (1998) την προσπάθεια δικαίωσής του συνεχίζει η χήρα του. Ωστόσο, παρά τα νέα στοιχεία που έχουν προκύψει εν τω μεταξύ, ο Άρειος Πάγος εξακολουθεί μέχρι σήμερα να υποστηρίζει την απόφαση του Κακουργιοδικείου Θεσσαλονίκης (Απρίλιος 1949). Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »