…Περνούν οι μέρες και ο Κολοκοτρώνης τρίβει τα χέρια του από χαρά. Καταλαβαίνει πως η στρατιά του Δράμαλη κλεισμένη στον Αργολικό κάμπο φθείρεται, δεινοπαθεί και χάνει το ηθικό της.
Αποφασίζει ν’ αδειάσει το φρούριο από τους υπερασπιστές του, γιατί έχουν μείνει χωρίς νερό και το κατορθώνει εύκολα. Ο Δράμαλης κυριεύει ένα άδειο φρούριο χωρίς ίχνος νερού και τροφίμων.
Ο Τούρκος πασάς διαπιστώνει αργά το τρομερό του λάθος, να καθυστερήσει τη διαμονή του στο Άργος. Τώρα πια, έτσι όπως έχει ταλαιπωρηθεί ο στρατός του, δεν μπορεί να συνεχίσει την πορεία του προς την Τρίπολη. Άλλωστε τα βουνά είναι γεμάτα από Έλληνες.
Ο πονηρός Κολοκοτρώνης είχε δώσει διαταγή στους πολεμιστές του που βρίσκονταν στις πλαγιές των κοντινών βουνών, ν’ ανάβει ο καθένας τους τις νύχτες πολλές φωτιές ώστε να πιστέψουν οι Τούρκοι ότι εκεί πάνω βρίσκονται χιλιάδες Έλληνες.
Το μόνο που μένει στο Δράμαλη τώρα, είναι να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο. Επειδή όμως φοβάται μήπως τον χτυπήσουν οι Έλληνες στη διαδρομή της επιστροφής του, αποφασίζει να τους παραπλανήσει. Στέλνει έναν Έλληνα γραμματέα του, το Μανούσο, στους Μύλους, να ζητήσει τάχα από τους Έλληνες να παραδοθούν. Ο ίδιος ο Κολοκοτρώνης σκίζει με περιφρόνηση το χαρτί του Δράμαλη. Τότε ο Μανούσος τους λέει τάχα εμπιστευτικά πως ο Δράμαλης θα ξεκινήσει πολύ σύντομα για την Τρίπολη. Ο Πετρόμπεης και οι αντιπρόσωποι της κυβέρνησης τον πιστεύουν.