.
Η γνωριμία μου με το Γέροντα Πορφύριο.
Ήμαστε μία συντροφιά από 5-6 φίλες, που είχαμε όλες τον ίδιο εκλεκτό πνευματικό πατέρα, ο οποίος μετά από μία σύντομη αλλά επώδυνη ασθένεια, εκοιμήθη. Για κάποιο χρονικό διάστημα πηγαίναμε σε άλλους πνευματικούς, όταν κάποια από την συντροφιά μας είπε, ότι ανακάλυψε έναν γέροντα που εξομολογεί στα Καλλίσια και έχει προορατικό χάρισμα. Γελάσαμε. «Τι λες, στην εποχή μας; Αλλά και τι χάνουμε; Ας δοκιμάσουμε».
Πήγαμε σε μια ολονυχτία στα Καλλίσια για πρώτη γνωριμία. Ο γέροντας ήταν εκεί. Λειτουργούσε εκείνη την νύχτα ένας Σέρβος ιερέας, ο π. Ειρηναίος Μπούλοβιτς και ο γέροντας ήταν μέσα στο ιερό. Ο κόσμος πολύς. Έξω έκανε κρύο. Είχαμε πολύ στριμωχθεί μέσα στο ναό του αγίου Νικολάου. Επειδή είχα πρόβλημα αναπνευστικό στάθηκα μπροστά – μπροστά από όλον τον κόσμο, σε πολύ μικρή απόσταση από την αριστερή θύρα του ιερού. Η ψυχή μου τη μέρα εκείνη ήταν κατώδυνος από κάποια μεγάλη στενοχώρια που είχε παρουσιαστεί στην οικογένεια του αδελφού μου.
Προσευχόμουν όλο δάκρυα και κάθε τόσο έβλεπα τον γέροντα Πορφύριο, που έβγαινε στην αριστερή θύρα του ιερού και εκύτταζε προς το εκκλησίασμα. Ένοιωσα το γλυκύ εκείνο βλέμμα του να στέκεται κάποιες στιγμές επίμονα ερευνητικό επάνω μου. «Αν ο παππούλης έχει χάρισμα προορατικό, σκέφθηκα, θα δει τη θλίψη της ψυχής μου».
Η ολονυχτία τελείωσε αργά. Το χάραμα φύγαμε όλοι για τα σπίτια μας και ο γέροντας αποσύρθηκε να αναπαυθεί χωρίς να δει κανέναν εκείνη την ημέρα. Πέρασαν αρκετές ημέρες. Μία από τις φίλες της συντροφιάς που κατοικούσαν όλες μαζί, με εκάλεσε στο σπίτι τους, όπου είχε πάει ο γέροντας και εξομολογούσε. Έτρεξα αμέσως. Στο μεταξύ η θλίψη για το πρόβλημα της οικογένειας του αδελφού μου είχε κάπως περάσει και είχα ηρεμήσει. Έτσι στην εξομολόγησή μου δεν το ανέφερα. Ο γέροντας με ρώτησε αν τελείωσα. Είπα «Ναι, τελείωσα» και τότε ακούω να λέει εκείνος.