.
Φώτης Κόντογλου –(ἀπὸ τὸ Ἀσάλευτο Θεμέλιο, Ἀκρίτας 1996)
Μεθαύριο εἶναι ἡ γιορτὴ τοῦ ἁγίου Δημητρίου, μεγάλη γιορτὴ γιὰ ὅλη τὴν Ἑλλάδα, πλὴν ἰδιαίτερα γιὰ τὴ Θεσσαλονίκη, ποὺ εἶναι κ᾿ ἡ πατρίδα του. Ἐκεῖ θὰ γίνει φέτος μεγαλύτερη πανήγυρη, ἐπειδὴ γιορτάζουνε τὰ ἐγκαίνια τῆς φημισμένης ἐκκλησιᾶς του, ποὺ κάηκε στὰ 1917 καὶ τώρα εἶναι πάλι ξανακαινουργιευμένη ἀπὸ τὴν ὑπηρεσία τοῦ ὑπουργείου τῆς Παιδείας.
Ἡ πρώτη ἐκκλησιὰ ἤτανε ἕνα χτίριο ἀπὸ τὰ πιὸ ἀρχαῖα της χριστιανοσύνης, χτισμένη ἑκατὸ χρόνια ὕστερα ἀπὸ τὰ 303 μ.X., ποὺ μαρτύρησε ὁ ἅγιος Δημήτριος. Ἀλλὰ κάηκε ὕστερα ἀπὸ 300 χρόνια καὶ ξαναχτίσθηκε τὸν καιρὸ ποὺ βασίλευε ὁ Λέοντας ὁ Σοφός. Αὐτὰ τὰ ἱστορικὰ καὶ κάθε ἄλλη πληροφορία γιὰ τὸ χτίριο, γιὰ τὰ ψηφιδωτὰ ποὺ στολίζουνε τοὺς τοίχους, γιὰ τὶς τοιχογραφίες, μπορεῖ κανένας νὰ τὰ μελετήσει καταλεπτῶς σ᾿ ἕνα χρήσιμο βιβλίο ποὺ ἔγραψε τελευταῖα στὴν ἁπλὴ γλώσσα ὁ ξεχωριστὸς βυζαντινολόγος Ἀνδρέας Ξυγγόπουλος, καθηγητὴς στὸ Πανεπιστήμιο τῆς Θεσσαλονίκης.
Ὁ ἅγιος Δημήτριος μαζὶ μὲ τὸν ἅγιο Γεώργιο, εἶναι τὰ δυὸ παλληκάρια τῆς χριστιανοσύνης. Αὐτοὶ εἶναι κάτω στὴ γῆ, κ᾿ οἱ δυὸ ἀρχάγγελοι Μιχαὴλ καὶ Γαβριὴλ εἶναι ἀπάνω στὸν οὐρανό. Στὰ ἀρχαῖα χρόνια τοὺς ζωγραφίζανε δίχως ἄρματα, πλὴν στὰ κατοπινὰ τὰ χρόνια τοὺς παριστάνουνε ἀρματωμένους μὲ σπαθιὰ καὶ μὲ κοντάρια καὶ ντυμένους μὲ σιδεροπουκάμισα. Στὸν ἕναν ὦμο ἔχουνε κρεμασμένη τὴν περικεφαλαία καὶ στὸν ἄλλον τὸ σκουτάρι, στὴ μέση εἶναι ζωσμένοι τὰ λουριὰ ποὺ βαστᾶνε τὸ θηκάρι τοῦ σπαθιοῦ καὶ τὸ ταρκάσι πὄχει μέσα τὶς σαγίτες καὶ τὸ δοξάρι. Τὰ τελευταῖα χρόνια, ὕστερα ἀπὸ τὸ πάρσιμο τῆς Πόλης, οἱ δυὸ αὐτοὶ ἅγιοι καὶ πολλὲς φορὲς κι᾿ ἄλλοι στρατιωτικοὶ ἅγιοι ζωγραφίζουνται καβαλλικεμένοι ἀπάνω σὲ ἄλογα, σὲ ἄσπρο ὁ ἅγιος Γεώργης, σὲ κόκκινο ὁ ἅγιος Δημήτρης. Κι᾿ ὁ μὲν ἕνας κονταρίζει ἕνα θεριὸ κι᾿ ὁ ἄλλος ἕναν πολεμιστή, τὸν Λυαῖο.
Αὐτὰ τὰ ἄρματα ποὺ φορᾶνε ἐτοῦτοι οἱ ἅγιοι, παριστάνουνε ὅπλα πνευματικά, σὰν καὶ κεῖνα ποὺ λέγει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ντυθῆτε τὴν ἀρματωσιὰ τοῦ Θεοῦ γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ ἀντισταθῆτε στὰ στρατηγήματα τοῦ διαβόλου. Γιατὶ τὸ πάλεμα τὸ δικό μας δὲν εἶναι καταπάνω σὲ αἷμα καὶ σὲ κρέας, ἀλλὰ καταπάνω στὶς ἀρχές, στὶς ἐξουσίες, καταπάνω στοὺς κοσμοκράτορες τοῦ σκοταδιοῦ σὲ τοῦτον τὸν κόσμο καὶ καταπάνω στὰ πονηρὰ πνεύματα στὸν ἄλλον κόσμο. Γιὰ τοῦτο ντυθῆτε τὴν πανοπλία τοῦ Θεοῦ, γιὰ νὰ μπορέσετε νὰ βαστάξετε κατὰ τὴν πονηρὴ τὴν ἡμέρα, κι᾿ ἀφοῦ κάνετε ὅσα εἶναι πρεπούμενα, νὰ σταθῆτε.