.
Από το 1974 και εντεύθεν, οι εκάστοτε κυπριακές κυβερνήσεις επιμένουν σε μία τρεμαλέα πολιτική: «Αφού αντιμετωπίζουμε τουρκική κατοχή του 37% του ευρωπαϊκού κυπριακού εδάφους, δεν… χρειάζεται να ανοίξουμε και δεύτερο μέτωπο με την Αγγλία». Αυτή η γελοία και ψοφοδεής αντίληψη δεν σχετίζεται με τον τουρισμό, τις εμπορικές, πολιτικές και άλλες σχέσεις κ.λπ. με την Αγγλία.
Συναρτάται ευθέως προς μία πολιτική, η οποία εμπεδώθηκε, σφηνώθηκε κυριολεκτικά στα μυαλά και εκφράζεται ασύδοτα και προκλητικά από τη λεγόμενη πολιτική, κομματική, επιχειρηματική, εμπορική «ελίτ», υπό την αηδή μορφή μιας αφόρητης, πλέον, αγγλολαγνείας, μιας ανεκδιήγητης αγγλολατρείας και ενός ασυγκράτητου αγγλολιγουρισμού.
Οτιδήποτε προέρχεται, γίνεται, εξαγγέλλεται, από την Αγγλία θεωρείται περίπου θέσφατο, ευαγγέλιο και είναι η κορύφωση της επιστημονικής, ακαδημαϊκής, τεχνικής και άλλης τελειότητας. Αρκετές οικογένειες θεωρούν μεγάλη τιμή ο γιος ή η θυγατέρα τους να σπουδάσουν σε κάποιο εκπαιδευτικό ίδρυμα της πάλαι ποτέ «Μεγάλης Βρετανίας» (δηλ. της συρρικνωθείσας Αγγλίας).
Μετά από δύο ή και τρία χρόνια σπουδών, αυτοί οι αγγλοπεφωτισμένοι, αδυνατούν, οι δυστυχείς, να εκφραστούν προφορικά ή, κυρίως, γραπτά, στα Ελληνικά! Μιλούν μεταξύ τους στα Αγγλικά ως εξαγγλισθέντες Αβορίγινες και… εκπολιτισθέντες Μάου-Μάου ιθαγενείς.
Απαξιώνουν να μιλήσουν τη μητρική γλώσσα τους, την Ελληνική, επειδή αγνοούν, οι ημιμαθείς και ανελλήνιστοι, ότι η Αγγλική έχει δανειστεί δεκάδες χιλιάδες λέξεις από την Ελληνική.
Ενδεικτική αυτής της ανίατης, δυσώδους αγγλολατρείας και αγγλοδουλείας είναι η εξαγγελθείσα στις 9/5/2022 συμφωνία μεταξύ της Αγγλίας και της Κυπριακής Δημοκρατίας για την ανάπτυξη τμήματος των κατεχόμενων, από τους Εγγλέζους, Βάσεων.
Έμπλεος χαράς και ευφροσύνης, ο Πρόεδρος Αναστασιάδης αναφέρθηκε σε «μια πραγματικά ιστορική Συμφωνία για την Κυπριακή Δημοκρατία και τους κατοίκους και ιδιοκτήτες γης και περιουσιών εντός των ορίων των Βάσεων», αλλά και σε «μιαν απτή απόδειξη των εξαίρετων σχέσεων Κύπρου – Ηνωμένου Βασιλείου».