.
Νίκος Καρύδης – Φιλόλογος
Την τραγική εκείνη νύχτα της 13ης προς 14η Σεπτεμβρίου 1943 οι Κερκυραίοι λόγω των γερμανικών βομβαρδισμών άρχισαν πανικόβλητοι να εγκαταλείπουν την πόλη κατά μεγάλες ομάδες προς τα γύρω χωριά. Πολλοί όμως αναζήτησαν προσωρινό καταφύγιο στις στοές των μεσαιωνικών οχυρώσεων της πόλης.
Αντιγράφω από το «Χρόνια Πολέμου και Κατοχής» του Κ. Δαφνή, Κέρκυρα 1966:
[…] «Οι στοές του λόφου των φυλακών και των προμαχώνων του Αγίου Αθανασίου δέχονται τα πρώτα κύματα. Μέσα σε λίγα λεπτά γεμίζουν ασφυκτικά. Γυναίκες λιποθυμούν, μικρά παιδιά κινδυνεύουν από ασφυξία.
Μπροστά στον καινούριο κίνδυνο αρχίζει μέσα στη νύχτα η θλιβερή έξοδος προς τα χωριά. Σε μια ατέλειωτη φάλαγγα, τριάντα χιλιάδες άνθρωποι οδοιπορούν, χωρίς φως και χωρίς ελπίδα, με μόνη συντροφιά τον πανικό. Κάπου κάπου γυρίζουν ν’ αντικρύσουν το πυροτέχνημα της πολιτείας.
Οι φλόγες τη ζώνουν από παντού, έτσι που νομίζεις ότι τίποτε δε θα ξεφύγει από τη φωτιά. Τα κεφάλια σκύβουν μπροστά στο μοιραίο, ενώ τα πόδια συνεχίζουν την πορεία. Εκείνη τη στιγμή το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως δεν αφήνει τις μνήμες των περασμένων, που κοιμούνται στα σπίτια που καίγονται, να ξυπνήσουν».