αναδημοσίευση από την Βυζαντινή Ιστορία
/
Την εποχή της δυναστείας των Μακεδόνων χαρακτήριζε μια εντατική πολιτιστική δράση στον τομέα της επιστήμης, της φιλολογίας, της αγωγής και της τέχνης. Η δράση ανθρώπων σαν τον Φώτιο (9ος αιώνας), τον Κωνσταντίνο Πορφυρογέννητο (10ος αιώνας) και τον Μιχαήλ Ψελλό (11ος αιώνας), το πολιτιστικό περιβάλλον τους, καθώς και η αναζωογόνηση του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινούπολης, που μεταρρυθμίστηκε τον 11ο αιώνα, δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την αναγέννηση του πολιτισμού της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων.
Ο Ησίοδος, ο Όμηρος, ο Πλάτωνας, οι ιστορικοί Θουκυδίδης και Πολύβιος, οι ρήτορες Ισοκράτης και Δημοσθένης, οι Έλληνες τραγωδοί και ο Αριστοφάνης και άλλοι σπουδαίοι εκπρόσωποι της αρχαίας φιλολογίας γίνονταν αντικείμενα μελέτης και μίμησης από τους συγγραφείς του 12ου και των αρχών του 13ου αιώνα. Η απομίμηση αυτή ήταν φανερή κυρίως στη γλώσσα, η οποία, με την υπερβολική της τάση προς αγνότητα της αρχαίας Αττικής διαλέκτου, έγινε τεχνητή, μεγαλορρήμων και μερικές φορές δυσκολονόητη και ανώμαλη. Γενικά η γλώσσα ήταν τελείως διαφορετική από την ομιλούμενη. Η φιλολογία της εποχής αυτής, όπως λέει ο Bury, ήταν η φιλολογία των ανθρώπων που ήταν «σκλάβοι της παράδοσης. Η σκλαβιά αυτή βεβαίως ήταν δουλεία από ευγενείς κυρίους, αλλά πάντως ήταν δουλεία». Μερικοί όμως συγγραφείς, παρά την ειδικότητά τους στην κλασσική γλώσσα, δεν παραμελούσαν την ομιλούμενη «δημοτική» γλώσσα της εποχής τους και άφησαν πολύ ενδιαφέροντα κομμάτια στην ομιλούμενη γλώσσα του 12ου αιώνα.
Συγγραφείς της εποχής των Κομνηνών και των Αγγέλων κατανόησαν την υπεροχή του βυζαντινού πολιτισμού επί του πολιτισμού των λαών της Δύσης, τους οποίους μια πηγή ονομάζει «σκοτεινές και περιπλανώμενες φυλές, των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, αν δε γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη, ανατράφηκε τουλάχιστον από αυτήν και που ανάμεσά τους δεν καταφεύγει ούτε η χάρη ούτε η μούσα». Φυλές στις οποίες το ευχάριστο τραγούδι φαίνεται σαν «κραυγή από γύπες ή κρωγμός κοράκων».
ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ
Στο φιλολογικό τομέα της εποχής αυτής βρίσκουμε ένα μεγάλο αριθμό σπουδαίων και εκλεκτών συγγραφέων, τόσο εκκλησιαστικών όσο και κοσμικών. Η φιλολογική κίνηση επηρέασε επίσης την ίδια την οικογένεια των Κομνηνών, της οποίας πολλά μέλη, υποχωρώντας στην επιρροή αυτή, αφιέρωσαν μέρος του καιρού τους στη μάθηση και τη φιλολογία.
Η πολύ μορφωμένη κι έξυπνη μητέρα του Αλέξιου Α’ Κομνηνού, Άννα Θαλασσινή, την οποία η εγγονή της Άννα Κομνηνή χαρακτηρίζει ως «τη μεγαλύτερη δόξα όχι μόνο μεταξύ των γυναικών, αλλά και μεταξύ των ανδρών, καθώς και κόσμημα της ανθρωπότητας», ερχόταν συχνά στα γεύματα με ένα βιβλίο στα χέρια και συζητούσε εκεί δογματικά προβλήματα των Πατέρων της Εκκλησίας, δείχνοντας ιδιαίτερη προτίμηση στον φιλόσοφο και μάρτυρα Μάξιμο.
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός έγραψε μερικές θεολογικές διατριβές κατά των αιρετικών. Οι «Μούσες» του Αλέξιου, που γράφτηκαν λίγο πριν από το θάνατό του, εκδόθηκαν το 1913. Οι «Μούσες» αυτές, αφιερωμένες στο γιο και διάδοχό του Ιωάννη, είναι ένα είδος πολιτικής διαθήκης που δεν αφορά μόνο αφηρημένα προβλήματα ηθικής, αλλά και πολλά σύγχρονά του ιστορικά γεγονότα, όπως, για παράδειγμα, την Α’ Σταυροφορία.
Η κόρη του Αλεξίου, Άννα και ο σύζυγός της Νικηφόρος Βρυέννιος, κατέχουν τιμητική θέση στην ιστοριογραφία του Βυζαντίου. Ο Νικηφόρος Βρυέννιος, που επέζησε του Αλέξιου και έπαιξε σπουδαίο ρόλο στις υποθέσεις του κράτους υπό τον Αλέξιο και το γιο του Ιωάννη, ήθελε να γράψει μια ιστορία του Αλέξιου Κομνηνού, αλλά ο θάνατος τον εμπόδισε να φέρει σε πέρας το σχέδιό του. Πέτυχε όμως να συνθέσει ένα είδος οικογενειακού χρονικού ή αναμνήσεων, για να δείξει τις αιτίες της ανόδου στην εξουσία του οίκου των Κομνηνών, που φτάνει σχεδόν μέχρι την ενθρόνιση του Αλέξιου. Η λεπτομερής περιγραφή του Βρυέννιου ασχολείται με τα γεγονότα μεταξύ 1070 και 1079, δηλαδή μέχρι τις αρχές της βασιλείας του Νικηφόρου Γ’ Βατανιάτη. Επειδή συζητάει τη δράση των μελών του οίκου των Κομνηνών, το έργο του χαρακτηρίζεται από κάποια μεροληψία. Το ύφος του Βρυέννιου είναι μάλλον απλό και δεν έχει τίποτε από την τεχνητή τελειότητα που συναντά κανείς στο έργο της συζύγου του. Η επιρροή του Ξενοφώντα είναι φανερή στο έργο του, το οποίο έχει πολλή σημασία τόσο για την εσωτερική ιστορία της αυλής όσο και για την εξωτερική πολιτική, διαφωτίζοντας κυρίως τα ζήτημα για την αύξηση του τουρκικού κινδύνου.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »