.
Η κατακλείδα του γεγονότος του χορτασμού των πεντακισχιλίων με πέντε άρτους και δύο ψάρια (Κυριακή Η΄ Ματθαίου) ήταν το πλήθος των περισσευμάτων. «Ήραν το περισσεύον των κλασμάτων δώδεκα κοφίνους πλήρεις». Τί να θαυμάσει κανείς; Το παράδοξο της τόσης αφθονίας, ώστε τα περισσεύματα να είναι περισσότερα από τους πέντε αρχικούς άρτους; Ή την ιδιαίτερη φροντίδα του Χριστού να μην πεταχτεί τίποτε; Γιατί τόση έγνοια για τα απομεινάρια; Τί τα χρειαζόταν; Τον κατέλαβε μήπως κάποια ξαφνική «τσιγκουνιά»; Μα το δαχτυλάκι του να κουνήσει, «τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος». Θα ξεχειλίσουν από αγαθά.
Δεν είναι ο Χριστός που χρειάζεται τα κλάσματα, τα κομμάτια που περίσσεψαν, αλλά εμείς. Εμείς που αισθανόμαστε ασφαλείς μέσα στην ψευδαίσθηση της αυτάρκειάς μας, που μεθάμε πανευτυχείς μέσα στην κραιπάλη της αφθονίας μας. Τα χρειαζόμαστε γιατί θα πεινάσουμε. Και θα πεινάσουμε, επειδή ακριβώς σπαταλάμε ασυλλόγιστα. Πόσα πετάμε αλήθεια; Οι σχετικές έρευνες είναι σοκαριστικές. Προσδεθείτε:
Οι μετριότερες εκτιμήσεις λένε ότι το ένα τρίτο των παραγομένων τροφίμων στον πλανήτη μας, γύρω στο 1,5 δισεκατομμύριο τόνοι τον χρόνο, πετιέται στα σκουπίδια και στις χωματερές. Οι τολμηρότεροι υπολογισμοί ανεβάζουν ήδη στα δύο δισεκατομμύρια τους τόνους των τροφίμων που πετάγονται. Δηλαδή στο ήμισυ της ετήσιας παγκόσμιας παραγωγής. Αυτό σημαίνει πως η γη με όσα παράγει τώρα, θα μπορούσε να θρέψει αμέσως όχι μόνο τα εκατομμύρια των ανθρώπων που πεθαίνουν από την πείνα, αλλά το διπλάσιο του σημερινού της πληθυσμού. Και στη σπατάλη αυτή, κόστους σχεδόν 1,5 τρισεκατομμυρίου δολλαρίων, που γίνεται απ’ τον τόπο παραγωγής μέχρι και την κουζίνα, έχουμε μερίδιο ευθύνης όλοι.