Η ληστεία που έριξε την κυβέρνηση
Posted by Μέλια στο 29 Σεπτεμβρίου, 2021
.
.
του Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού
Από τα μέσα του 19ου αιώνα οξύνθηκε επικίνδυνα στην Ελλάδα το πρόβλημα της ληστείας. Οι κυβερνήσεις είχαν αναθέσει την καταδίωξη των ληστρικών συμμοριών σε στρατιωτικές δυνάμεις. Όμως η πολιτική που ακολουθούσαν στο ζήτημα αυτό ήταν αναποτελεσματική. Πολλές φορές οι ληστές προστατεύονταν από τοπικούς κομματάρχες, ακόμα και από ανώτατα πολιτικά στελέχη, που τους χρησιμοποιούσαν ως όργανα των επιδιώξεών τους. Άλλοτε πάλι εύρισκαν καταφύγιο σε μεγάλους γαιοκτήμονες.
Το κράτος αντίθετα εφάρμοζε αντιλαϊκά μέτρα για την πάταξη της ληστείας. Στρεφόταν εναντίον των αγροτικών πληθυσμών, τους οποίους εκτόπιζε ομαδικά από τις εστίες τους κατηγορώντας τους ως ληστοτρόφους. Άλλοτε πάλι τους κατηγορούσε για απροθυμία συνεργασίας με τις διωκτικές αρχές. Τέλος σε πολλές περιπτώσεις έδειχνε ενδοτισμό παραχωρώντας αμνηστία σε λήσταρχους, προκειμένου να αναστείλουν τη δράση τους. Αυτές οι πρακτικές εφαρμόστηκαν ως τα τέλη της δεκαετίας του 1860. Τότε ένα τραγικό γεγονός ανάγκασε τους πολιτικούς να ασχοληθούν σοβαρά με το πρόβλημα της ληστείας.
Το Μάρτιο του 1870 έφθασε στην Αθήνα ο λόρδος Μονκάστλερ με τη σύζυγό του, για να επισκεφτούν διάφορους ιστορικούς τόπους. Ο πρεσβευτής της Μεγάλης Βρετανίας Έρκιν, γνωρίζοντας ότι στην Αττική δρούσαν ληστρικές συμμορίες, ζήτησε πληροφορίες από την ελληνική κυβέρνηση για το αν θα ήταν ασφαλής η μετάβαση των Άγγλων περιηγητών στο Μαραθώνα. Ο τότε πρωθυπουργός Θρασύβουλος Ζαΐμης διαβεβαίωσε την αγγλική πρεσβεία ότι επικρατούσε πλήρης ασφάλεια και διέταξε τέσσερις έφιππους χωροφύλακες να συνοδεύσουν τους Άγγλους ευγενείς.
Στην εκδρομή αυτή εκτός από το λόρδο και τη λαίδη Μονκάστλερ συμμετείχαν ο τρίτος γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο κόμης Αλμπέρτο ντε Μπόυλ, γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας, ο νεαρός ευγενής Φρειδερίκος Βάινερ, ο δικηγόρος της εταιρείας που διαχειριζόταν το σιδηρόδρομο Αθηνών – Πειραιώς Εδουάρδος Λόυδ, συνοδευόμενος από τη σύζυγο και την κόρη του, καθώς και ο διερμηνέας Ανεμογιάννης.
Την 30η Μαρτίου (ή σύμφωνα με άλλες πηγές (Τάσος Βουρνάς , «Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», σ. 448) την 31η Μαρτίου) οι «υψηλοί» ξένοι περιηγητές μετέβησαν στο Μαραθώνα, όπου διημέρευσαν στο χώρο, στον οποίο κατά την αρχαιότητα έγινε η μάχη κατά των Περσών. Κατά την επιστροφή τους στην Αθήνα, όταν έφθασαν στο Πικέρμι, βρέθηκαν μπροστά στην πολυμελή συμμορία του Τάκου και του Χρήστου Αρβανιτάκη. Οι χωροφύλακες που τους συνόδευαν συγκρούστηκαν με τους ληστές. Δύο τραυματίστηκαν και οι υπόλοιποι αιχμαλωτίστηκαν.
Έτσι οι ξένοι ευγενείς έπεσαν στα χέρια των ληστών. Αυτοί απελευθέρωσαν τις γυναίκες και τους δυο χωροφύλακες, για να γνωστοποιήσουν το συμβάν στους κυβερνητικούς παράγοντες, ενώ τους περιηγητές τους οδήγησαν στο λημέρι τους. Έθεσαν τρεις όρους για την απελευθέρωσή τους: 1. την καταβολή ως λύτρων 32.000 λιρών στερλινών, 2. την παροχή αμνηστίας για τις προηγούμενες έκνομες πράξεις τους και 3. τη δέσμευση της ελληνικής κυβέρνησης ότι θα τους άφηνε ανενόχλητους να περάσουν τα ελληνικά σύνορα. (Τότε η συνοριακή γραμμή Ελλάδας-Τουρκίας ήταν αυτή του Αμβρακικού–Παγασητικού.)
Η είδηση της ομηρίας των ξένων περιηγητών έπεσε στην Αθήνα ως κεραυνός εν αιθρία. Η ελληνική κοινωνία συγκλονίστηκε. Ο βασιλιάς Γεώργιος Α΄ και η βασίλισσα Όλγα, που βρίσκονταν στη Σύρο, επανήλθαν αυθημερόν στην πρωτεύουσα. Αλλεπάλληλα υπουργικά συμβούλια γίνονταν, για να εκτιμηθεί η διαμορφωθείσα κατάσταση και να ληφθούν μέτρα, ενώ οι εφημερίδες με παραρτήματα ανακοίνωναν λεπτομέρειες του γεγονότος.
Ενώ αυτά συνέβαιναν στην Αθήνα, στο λημέρι της συμμορίας ο λόρδος Μονκάστλερ ζήτησε από τους ληστές να του επιτρέψουν να γυρίσει στην πρωτεύουσα, για να προωθήσει τα αιτήματά τους, υποσχόμενος ότι θα επέστρεφε, αν αυτά δεν ικανοποιούνταν από την κυβέρνηση. Ο λήσταρχος Αρβανιτάκης αρκέστηκε στο λόγο του Άγγλου ευγενούς και τον άφησε να φύγει, συστήνοντάς του να περατώσει το ταχύτερο δυνατόν την υπόθεση, ειδάλλως θα κινδύνευαν οι όμηροι.
Ο λόρδος Μονκάστλερ, συνοδευόμενος από τον Άγγλο πρεσβευτή, πήγε αμέσως στο υπουργείο των Εξωτερικών και σύστησε στον πρωθυπουργό Θ. Ζαΐμη να υποχωρήσει στα αιτήματα των ληστών, δεδομένου ότι σε αντίθετη περίπτωση ο θάνατος των αιχμαλώτων θα ήταν αναπόφευκτος. Η κυβέρνηση όμως ευθύς εξ αρχής έδειξε την πρόθεση να μην υποκύψει απόλυτα στον εκβιασμό της ληστοσυμμορίας. Στη στάση της αυτή συνέτεινε πρωτίστως η δριμύτατη κριτική που της έκαναν οι αντιπολιτευόμενες εφημερίδες. Γι’ αυτό αποφάσισε την καταδίωξη των ληστών.
Επικεφαλής των καταδιωκτικών στρατιωτικών αποσπασμάτων τέθηκε ο συνταγματάρχης Θεαγένης. Αυτός διαμήνυσε στους ληστές να μην επιμείνουν στον όρο της αμνηστίας, αλλά να περιοριστούν στα λύτρα, τα οποία θα τους καταβάλλονταν αμέσως. Ακόμα τους είπε ότι οι διωκτικές αρχές «θα έκλειναν τα μάτια» και θα τους άφηναν να περάσουν τα ελληνικά σύνορα. Αυτοί αρχικά πείστηκαν στα λόγια του Θεαγένη, έπειτα όμως αρνήθηκαν και ζητούσαν επίμονα την παροχή αμνηστίας. Έτσι οι διαπραγματεύσεις απέτυχαν.
Η αιχμαλωσία των ξένων περιηγητών συγκίνησε τους Ευρωπαίους. Οι ευρωπαϊκές εφημερίδες δημοσίευαν άρθρα κατά της Ελλάδας, την οποία χαρακτήριζαν «ληστρικό λημέρι». Μόνον ο Ιωάννης Γεννάδιος, υπάλληλος τότε στα καταστήματα των αδελφών Ράλλη στο Λονδίνο, τόλμησε να δημοσιεύσει ένα άρθρο σε αγγλική εφημερίδα, με το οποίο προσπαθούσε να υπερασπιστεί την ελληνική πολιτεία.
Οι οικογένειες των αιχμαλώτων ανησυχούσαν για την τύχη τους και οι κυβερνήσεις της Αγγλίας και της Ιταλίας τηρούσαν επικριτική στάση απέναντι στην Ελλάδα. Ο λόρδος Μονκάστλερ δήλωσε ότι ήταν διατεθειμένος να δώσει ολόκληρο το ποσό των λύτρων, προκειμένου να ελευθερωθούν οι όμηροι. Ο Βάινερ, τρέμοντας για τη ζωή του γιου του, τηλεγράφησε από το Λονδίνο στην αγγλική πρεσβεία των Αθηνών ότι έθετε στη διάθεσή της 50.000 ακόμα και 100.000 λίρες (αντί των 32.000 που ζητούσαν οι ληστές).
Ο πρεσβευτής της Αγγλίας Έρκιν, απογοητευμένος από την κωλυσιεργία της ελληνικής κυβέρνησης, προσπαθούσε να έλθει σε συνεννόηση απευθείας με τους ληστές μέσω του Άγγλου κτηματία στην Εύβοια Νοέλ. Στα κτήματα του Νοέλ εργαζόταν ένας από τους αδερφούς του Αρβανιτάκη. Αυτός λοιπόν μετέβη στο λημέρι των ληστών, για να τους πείσει να αρκεστούν στα λύτρα. Ακόμα τους είπε ότι με τη μεσολάβηση της αγγλικής πρεσβείας θα έφευγαν ανενόχλητοι από την Ελλάδα. Οι ληστές αρχικά συμφώνησαν με τις προτάσεις του Άγγλου πρεσβευτή, αλλά την επόμενη ημέρα επέμειναν στο αίτημά τους να τους δοθεί αμνηστία.
Η συμμορία με τους αιχμάλωτους εγκατέλειψε το Πικέρμι και κατευθύνθηκε προς τον Ωρωπό με πρόθεση να φύγει από την Αττική. Στο μεταξύ στρατιωτικά αποσπάσματα την είχαν περικυκλώσει. Την 9η Απριλίου 1870 οι ληστές βρέθηκαν αντιμέτωποι με ένα καταδιωκτικό απόσπασμα. Ο λήσταρχος Αρβανιτάκης μήνυσε στον αρχηγό του ότι, εάν εμποδιζόταν η πορεία τους, θα σκότωνε αμέσως τους αιχμαλώτους. Ο επικεφαλής του αποσπάσματος είχε ρητή διαταγή να χτυπήσει τους ληστές και γι’ αυτό δεν θεώρησε σκόπιμο να έρθει σε επικοινωνία με το γενικό αρχηγό των ομάδων καταδίωξης συνταγματάρχη Θεαγένη.
Η συμμορία διαιρέθηκε σε δύο τμήματα. Το πρώτο πήρε τον γραμματέα της αγγλικής πρεσβείας Χέρμπερτ και τον Άγγλο δικηγόρο Λόυδ. Όταν ρίχτηκαν οι πρώτοι πυροβολισμοί από το μέρος των στρατιωτών, ο Αρβανιτάκης εκτέλεσε την απειλή του σφάζοντας τους δυο αιχμαλώτους. Το τμήμα αυτό αποτελείτο από οκτώ ληστές. Οι στρατιώτες σκότωσαν επτά από αυτούς και συνέλαβαν τον όγδοο. Το δεύτερο τμήμα με το νεαρό Βάινερ (δεν είχε ακόμα συμπληρώσει το εικοστό έτος της ηλικίας του) και τον γραμματέα της ιταλικής πρεσβείας Μπόυλ, τράπηκε προς τα βουνά. Οι αιχμάλωτοι δεν μπορούσαν να ακολουθήσουν τους καταδιωκόμενους ληστές. Αυτοί, για απαλλαγούν από την παρουσία τους που καθυστερούσε τη φυγή τους, τους κατακρεούργησαν με τα γιαταγάνια τους. Οι άνδρες του αποσπάσματος συνέχισαν την καταδίωξη των ληστών. Άλλους τους σκότωσαν και άλλους τους συνέλαβαν.
«Η σφαγή στο Δήλεσι» ή «το δράμα του Ωρωπού», όπως ονομάστηκε το τραγικό συμβάν, είχε αντίκτυπο στην πολιτική ζωή της Ελλάδας και επηρέασε τις σχέσεις της χώρας μας με τα άλλα ευρωπαϊκά κράτη.
•Ακριβώς τρεις μήνες αργότερα (9η Ιουλίου 1870) η κυβέρνηση του Θ. Ζαΐμη αναγκάστηκε να παραιτηθεί και την εξουσία ανέλαβε η βραχύβια (9 Ιουλίου – 3 Δεκεμβρίου 1870) κυβέρνηση του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη.
•Ο νέος πρωθυπουργός, για να εξευμενίσει τους Άγγλους, δέχτηκε να γίνει η ανάκριση των συλληφθέντων ληστών από Άγγλους δικαστές.
•Σε συζήτηση που έγινε στη Βουλή των Κοινοτήτων διασύρθηκε η Ελλάδα χαρακτηριζόμενη ως κράτος ανομίας.
•Υπό την πίεση του λαού η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου (3 Δεκεμβρίου 1870 – 28 Οκτωβρίου 1871), λίγους μήνες μετά την τραγωδία στον Ωρωπό, ψήφισε το νόμο ΤΟΔ΄/1871 «περί ληστείας» κι έτσι το κοινωνικό αυτό πρόβλημα περιορίστηκε σημαντικά κατά το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα.
Όσο για τα συλληφθέντα μέλη της συμμορίας του Αρβανιτάκη παραπέμφθηκαν σε δίκη, καταδικάστηκαν σε θάνατο και καρατομήθηκαν στο Πεδίον του Άρεως. Μάλιστα τα κεφάλια τους έμειναν εκεί «επί ημέρας εκτεθειμένα, ένθα μετέβαινεν άπειρον πλήθος όπως ίδη αυτά» (εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ, φύλλο της 5ης Αυγούστου 1926).
Για τη σύνταξη του κειμένου στηρίχτηκα:
1. σε δυο δημοσιεύματα της εφημερίδας ΕΜΠΡΟΣ (φύλλα της 4ης και 5ης Αυγούστου 1926)
2. στην « Ιστορία της Νεώτερης Ελλάδας», του Τάσου Βουρνά, εκδόσεις αδελφών Τολίδη, Αθήνα, χ. χ.
3. στο έργο του Ανδρέα Εμπειρίκου, «ο Δρόμος».
Πηγή: Χρονοντούλαπο
Σχολιάστε