Πενήντα λεπτά με το μουλάρι – ή περί του τ(ρ)όπου που μας θρέφει
Posted by Πετροβούβαλος στο 11 Μαΐου, 2021
ΑΓΡΙΩΣ ΜΕΓΑΛΟΠΡΕΠΕΣ ΗΝ ΤΟ ΘΕΑΜΑ ΤΗΣ ΧΙΟΝΙΣΜΕΝΗΣ ΝΗΣΟΥ
Αλ. Μωραϊτίδη
ΒΑΡΥΧΕΙΜΩΝΙΑ
ΕΝ ΦΩΣ ΜΙΚΡΟΝ ΩΣ ΛΑΜΠΥΡΙΣ
Αλ. Παπαδιαµάντη
Ο ΧΑΡΑΜΑΔΟΣ
Α.Δ.Ε.
Τούτα είναι τα αρχικά που υπογράφουν τον πρόλογο. Με συνοδό τον Γιάννη Ματαρώνα (Θέ µου πως καµπανίζουν τούτα τα σκιαθίτικα επώνυµα στα αυτιά µας!) πεζοπόρησε το νησί.
Ανδρέας Δ. Έρσελµαν. Το µικρό χαρτόδετο βιβλίο κατέφθασε εδώ από το καλό εκείνο βιβλιοπωλείο (χαίρε κυρ-Δηµήτρη!) κοντά στου ξεπεσµένου δερβίση το κατάµερον. «Τυπώθηκε τον Ιούνιο του 1954 στο εργοστάσιο των γραφικών τεχνών του οίκου Μιχ. Σαλιβέρου Α.». Ο Σαλίβερος δεν ήτο εκείνος που τύπωνε το πάλαι τα λειτουργικά βιβλία; Ταιριαστόν. Η «Σκιάθος» του µε το ανάλαφρο γαλάζιο κυµατοειδές εξώφυλλο µετέχει του τρόπου του λειτουργικού.
Την απήλαυσα. Και τις 88 σελιδούλες. Και τον υπέροχο χάρτη (που δείχνει, πιστεύω, την στρατιωτική εκπαίδευση του ανδρός). Εκατόν τριανταοκτώ τοπωνύµια. Ωραία κλισέ φωτογραφικά. Τα Δ6 και τα Ε6 οδοδείκτες του Παραδείσου.
Γητευµένος ο οδοιπορών συγγραφεύς µε τον Παπαδιαµάντη. Από µαθητής µε τον «Φτωχό Άγιο» ως τα «θαυµάσια διηγήµατα» που βρήκε («ευτυχώς») σε παλιά βιβλιοθήκη. Μην κοιτάτε, δεν είχαµε τότε τον πεντάτοµο ΔΟΜΟ (+ την αλληλογραφία) του υπέροχου ΝΔΤ. Άλλες εποχές. «Η πόλη ηλεκτροφωτίζεται µόνο από το σούρουπο ως τα µεσάνυχτα», γράφει ο ΑΔΕ, και ναι, µιλάει για την Σκιάθο. 45 λεπτά από Λεχούνι ως το µοναστήρι του Ευαγγελισµού και από κει µέχρι τη Σκιάθο 50 λεπτά µε το µουλάρι.
(Δέκα χρόνια πριν πήγα στο µοναστήρι µε ταξί. Με ανέπαυσαν, όµως, τα πρόβατα που συνέχιζαν το παλίµψηστο πίσω κει στο ρέµα).
Στη σελίδα 614 του Λατινοελληνικού του, ο Στέφανος ο Κουµανούδης (και δάσκαλος του Γέροντα) οµιλεί για τον παλίµψηστο χάρτη, palimpsestus. Άραγε τι άλλο είναι αυτός ο τόπος και ο τρόπος, παρά ένα θαυµάσιο παλίµψηστο της τρυφερότητας και της σκληράδας του είδους µας, χωρίς εδεµικές αυταπάτες. Τόπος – τρόπος που µας θρέφει και κάνει τα ονείρατά µας στιβαρές γριντιές της ύπαρξης.
*
Με τέτοιον χάρτη παιχνιδίζει ο ΑΔΕ. Να πάρω το µαχαιράκι και να κόψω κάνα δυο ρώγες από την άµπελο: Ο ηγούµενος –και τρόφιµος µοναδικός του Ευαγγελισµού- Πολύκαρπος Χαδούλιας µε την πάλλευκο γενειάδα.
Ο Άγιος Χαράλαµπος, το µοναστηράκι, όπου ο µοναδικός φύλαξ τροµοκρατηµένος έφυγε. Καθώς στο µικρό κοιµητήρι πατώντας ένα σακούλι άκουσε: «Και συ µε πατάς;» Ήταν τα οστά µια καλόγριας που λίγες µέρες πριν εγένετο η εκταφή της.
Η Παναγιά του Καρδάση, µε τον γέρο Πόθο τον σιδερά, την Μαντώ και το Μαλαµώ. Σπιτικό γλυκό µε νεράκι δροσερό. Νερό θαυµάσιο είχε και η δεύτερη πηγή στο ρέµα της Κεχριάς. Δροσιά και θάµβος στον ΑηΓιάννη τον Κρυφό που το 1895 ανακαίνισε ο αριστερός του Ελισαίου ψάλτης. Να και το δολάριο στην τσιµινιέρα: έουν για το Δασκαλιό και ο ΑΔΕ παρατηρεί στη µικρή τζιµινιέρα της γοργής βενζινούλας χαραγµένο το σύµβολο του δολαρίου (βενετσιάνικο άπονο φλουρί).
Ρωτώντας τον καπετάνιο µαθαίνει την οδύνη και το κάτεργο. Θάλασσες, µόχθοι, ανάποδοι καιροί. Φτώχεια, αλλά ο αγαθός ναυτικός σκαλίζει το σηµάδι της άπιαστης τύχης για να τον συνοδεύει. Μα τι διήγηµα θα µαστόρευε ο Γέροντας.
**
Λοιπόν να µην φλυαρούµε. Στον όρθρο είχε έξη βαθµούς κάτω του µηδενός. Το βράδυ, η Φαιδρά Συντεχνία έχει σύναξη στο Επίκτητον. Τρέχει η ζωή, τι πειράζει –αναγνώστη- να πασπαλίσουµε και λίγα όνειρα δω και κει;
Με ηµίονο το λοιπόν, ή µε το νούµερο δύο που έλεγε και ο πάππους, θα νοσταλγούσα, να ‘κανα νόµο τρόπο, να βαδίσω στις εσοχές του ανέλπιστου:
Εκεί πρώτα- πρώτα. Στον Αραδιά, στης Κεχριάς το ρέµα. Έξω από τον µύλο του Αγάλλου. Να υποψάλλω το θεσπέσιο του Παγώνα (τι να απόγινε τούτος ο ευλογηµένος στη βιωτή του;):
Τζιµ, τζιµ, τζιµ Παγώνα µου! Έλα κοντά στο γόνα µου…
Μετά να έπαιρνα την βακτηρία εκ της κρανιάς -από το µονοπάτι που κατεβαίνει στον τσιρακιώτικο Κούφαλο- και να πατούσα καταµεσής στο χιόνι, µαζί µε τον µπαρµπα Σταύρο, να δω τις έρµες τις ελιές, µε την λευκή µάζα της Καραφιλτζανάκας απέναντι.
Και, ναι, οδήγησε µε στου Γιώργη του Σαρρή τα ευλογηµένα χώµατα. Το χωράφι το σπαρµένο φιλότιµο, αντίκρυ από το Ασπρονήσι και να ξηµερώνει Χριστούγεννα.
Χρονιάρα ηµέρα και ανήρχετο ευωδία!
Λαµπυρίζει το φώς και αν κι αργοστόλιστοι το θαύµα θαυµάζουµε µετά των ποιµένων.
.
Πηγή: Τύρβη (έντυπον της Φαιδράς Συντεχνίας)
Ηλεκτρονική πηγή: Νεκτάριος
Σελίδα Πηγής (αρχείο σε μορφή pdf)
Εικόνα: «Mελέτη μουλαριού», σχέδιο του Samuel Colman από τη Wiki
Σχολιάστε