Η ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΗΣ ΚΡΙΣΗΣ ΤΗΣ ΚΟΥΒΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ
Posted by Πετροβούβαλος στο 19 Μαΐου, 2015
αναδημοσίευση από το Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων
άρθρο του υποστρατήγου ε.α. Ιπποκράτη Δασκαλάκη
.
Τα γεγονότα του Οκτωβρίου του 1962 με την κλιμακούμενη αντιπαράθεση ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, εξ αφορμής της εγκατάστασης πυραυλικών συστημάτων από τη δεύτερη στο έδαφος της Κούβας, αποτελούν όχι μόνο την πλέον γνωστή περίπτωση διεθνούς κρίσεως την περίοδο του ψυχρού πολέμου αλλά και τη σημαντικότερη μέχρι σήμερα διακινδύνευση θερμής αναμέτρησης των δύο αντιπάλων υπερδυνάμεων με πιθανή τη χρήση πυρηνικών όπλων. Η εξέλιξη της αντιπαράθεσης έχει καταστεί αντικείμενο μελέτης και εξαγωγής συμπερασμάτων αναφορικά με τη διαχείριση διεθνών κρίσεων από το χαμηλότερο έως το υψηλότερο επίπεδο. Διάφοροι επιστημονικοί κλάδοι και φορείς ενεπλάκησαν στην προσπάθεια ερμηνείας, τυποποίησης, πρόληψης και εύρεσης της πλέον αποτελεσματικής (επωφελούς) μεθόδου διαχείρισης κρίσεων. Η πολυπλοκότητα όμως των παραγόντων που εισέρχονται σε μια διεθνή κρίση σε συνδυασμό με τη δύσκολα προβλέψιμη ανθρώπινη συμπεριφορά και αντίδραση των εμπλεκομένων και τους απείρους συνδυασμούς τυχαίων γεγονότων καθιστούν την επιδίωξη κατασκευής ενός ιδανικού μοντέλου διαχείρισης κρίσεων μια ουτοπία. Αυτό δεν σημαίνει ότι από τη μελέτη προηγουμένων κρίσεων, τη συνεχή πρόβλεψη και την προετοιμασία μέσω της συνεχούς ανησυχίας και αναζήτησης δεν μπορούμε να αποκομίσουμε σημαντικά συμπεράσματα. Η κύρια δυσκολία έγκειται στην ορθή προσαρμογή και εφαρμογή αυτών των συμπερασμάτων στην αντιμετωπιζόμενη κρίση.
Πριν προχωρήσουμε στην εξέταση των γεγονότων της κρίσεως της Κούβας, γνωστής και ως κρίσεως των πυραύλων, ας εξετάσουμε την έννοια της διεθνούς κρίσεως. Ως διεθνής κρίση ορίζεται μια σειρά αλληλοεπιδράσεων οι οποίες αναπτύσσονται μεταξύ δύο ή περισσοτέρων χωρών και οι οποίες ευρίσκονται σε σοβαρή σύγκρουση συμφερόντων. Οι αλληλοεπιδράσεις αυτές δημιουργούν συνθήκες ώστε να αντιμετωπίζεται το ενδεχόμενο χρήσης στρατιωτικής δύναμης προκειμένου να επιτευχθούν οι εθνικοί στόχοι. Γενικά, οι κρίσεις είναι καταστάσεις όπου θεμελιώδεις αξίες και συμφέροντα βρίσκονται υπό απειλή (ή εκτιμούμε ότι ευρίσκονται), επικρέμεται ο κίνδυνος χρησιμοποιήσεως στρατιωτικής βίας και υπάρχει πίεση χρόνου. Στην περίπτωση του Οκτωβρίου του 1962 υπήρχαν και τα τρία προαναφερθέντα γνωρίσματα και στις δύο πλευρές.
Κάθε κρίση αναπτύσσεται και εξελίσσεται σε ένα συγκεκριμένο περιβάλλον το οποίο και καθορίζει τους αντικειμενικούς στόχους, τις προτεραιότητες, τις εναλλακτικές λύσεις των εμπλεκομένων και θέτει τους περιορισμούς και το πλαίσιο εντός των οποίων θα λάβουν χώρα οι ενέργειες τους. Η κρίση της Κούβας αναπτύχθηκε στο περιβάλλον του ψυχρού πολέμου και σε μια περίοδο που οι ΗΠΑ διέθεταν συντριπτική υπεροχή σε πυρηνικά όπλα και μέσα εξαπόλυσης τους. Αντίστοιχα οι σοβιετικές δυνάμεις μειονεκτούσαν σε πυρηνικά όπλα και κυρίως σε αξιόπιστα μέσα εξαπόλυσης ενώ υπερείχαν σε συμβατικές δυνάμεις έχοντας συνεχώς τις χώρες της δυτικής Ευρώπης υπό την απειλή τους. Παρά την αναμφισβήτητη αμερικανική υπεροχή, γνωστή στους ηγέτες αμφοτέρων των πλευρών, στην αμερικανική κοινή γνώμη είχε καλλιεργηθεί η εντύπωση (λόγω και των σοβιετικών επιτυχιών στο διάστημα) μιας σοβιετικής πυρηνικής υπεροχής (γνωστή ως missile gap). Η εντύπωση αυτή εξυπηρετούσε τα συμφέροντα του αμερικανικού στρατικοβιομηχανικού κατεστημένου συγχρόνως όμως η αντιμετώπιση της ανύπαρκτης αυτής υστέρησης υπήρξε και προεκλογικό πολιτικό σύνθημα του προέδρου Kennedy που κινήθηκε ανάλογα μετά την εκλογή του. Αντίστοιχα και οι Σοβιετικοί είχαν επιταχύνει σημαντικά τις προσπάθειες τους με προοπτική τη δραστική μείωση του χάσματος όμως ουχί νωρίτερα από τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Η υπάρχουσα αμερικανική πυρηνική υπεροχή δεν εξασφάλιζε εγγυημένη καταστροφή του αντιπάλου σε περίπτωση ακόμη και αιφνιδιαστικού πλήγματος και οι απώλειες αμφοτέρων σε περίπτωση πυρηνικής σύγκρουσης θα ήταν αφόρητες. Το κύριο σημείο τριβής των σχέσεων των δύο υπερδυνάμεων ήταν το εν προσωρινή υπνώσει ζήτημα του Βερολίνου μετά και την κρίση του 1961 και η διαφαινόμενη θέληση της ΕΣΣΔ να επαναφέρει το θέμα. Το Βερολίνο είχε καταστεί θέμα γοήτρου για αμφότερες τις δυνάμεις ενώ φανερή ήταν η πλεονεκτική θέση των Σοβιετικών που μπορούσαν ανά πάσα στιγμή να θέσουν την πόλη υπό καθεστώς ομηρίας. Την εποχή εκείνη είχαν εμφανιστεί και τα πρώτα σύννεφα στις σχέσεις ΕΣΣΔ με την Κίνα, με την τελευταία να κατηγορεί την κομμουνιστική μητρόπολη ότι έχει αρχίσει να χάνει την επαναστατική ιδεολογία και το σθένος της. Η εγκαθίδρυση κομμουνιστικού καθεστώτος στην Αβάνα και η επιτυχημένη αντίδραση του, στην από τους Αμερικανούς υποστηριζόμενη εισβολή, κατέστησε την Κούβα σύμβολο της κομμουνιστικής εξάπλωσης μέσω των λαϊκών απελευθερωτικών πολέμων εναντίον των καπιταλιστών. Στην άλλη πλευρά, ο πρόεδρος Kennedy τραυματισμένος από την παταγώδη αποτυχία της επιχείρησης ανατροπής του Castro ένα χρόνο πριν (1961) και επικεντρωμένος στις ερχόμενες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου 1962 για την Γερουσία, αγωνίζονταν να ενισχύσει το προφίλ του ως δυναμικού προέδρου και να ανακόψει τη διαφαινόμενη άνοδο των Ρεπουμπλικάνων. Παρά τις τριβές και το συναγωνισμό μεταξύ των δύο υπερδυνάμεων οι ηγέτες τους είχαν αναπτύξει μια προσωπική ανεπίσημη αλληλογραφία με την ανταλλαγή δεκαεπτά συνολικά εμπιστευτικών επιστολών από την κρίση του Βερολίνου και μέχρι το ξέσπασμα της κρίσεως της Κούβας.
Ας εξετάσουμε τώρα τα γεγονότα της κρίσεως και κυρίως τα διλήμματα που αντιμετώπισαν οι δύο ηγέτες και τον τρόπο χειρισμού της κρίσεως των δεκατριών ημερών (16-28 Οκτωβρίου 1962) εκ μέρους της κάθε πλευράς. Η κρίση της Κούβας διακρίνεται από την φάση της ειρηνικής αντιπαράθεσης (προ 16ης Οκτωβρίου), την αύξηση της έντασης, την κλιμάκωση, με αποκορύφωση την 27 Οκτωβρίου και την αποκλιμάκωση. Στην πρώτη φάση και μετά την αποτυχημένη αμερικανική επέμβαση, έντονες ήταν οι αλληλοκατηγορίες μεταξύ των εμπλεκομένων με αφορμή τα γεγονότα του Κόλπου των Χοίρων και εντάθηκαν με τη μεγάλης κλίμακος σοβιετική ενίσχυση των κουβανικών ενόπλων δυνάμεων από τον Απρίλιο του 1962. Η απόφαση για εγκατάσταση πυρηνικών όπλων λήφθηκε από το σοβιετικό Presidium την περίοδο 21-24 Μαΐου και οι πρώτοι βαλλιστικοί πυρηνικοί πύραυλοι έφτασαν στην Κούβα στις 8 Σεπτεμβρίου συνοδευόμενοι από πλήθος Ρώσων στρατιωτικών. Η σοβιετική ενίσχυση της Αβάνας ήταν γνωστή από τις αρχές Αυγούστου καθόσον είχε υπέρμετρα αυξηθεί ο αριθμός των εμπορικών πλοίων που κατέπλεαν προερχόμενα από την ΕΣΣΔ. Στις διαδοχικές αμερικανικές τοποθετήσεις και «κόκκινες γραμμές», ότι δεν θα γίνει δεκτή τοποθέτηση πυρηνικών όπλων στην Κούβα η Μόσχα διαβεβαίωνε με κάθε ευκαιρία ότι δεν σκόπευε να εγκαταστήσει παρόμοια όπλα (αναφέρονταν ως «επιθετικά» όπλα) στην Κούβα και ότι κάθε στρατιωτική βοήθεια περιορίζεται σε «αμυντικά» όπλα. Κάθε κρίση έχει την αφετηρία της στην έλλειψη πληροφόρησης και στην εξαπάτηση με συνέπεια την αδυναμία εγκαίρου εξαγωγής των ορθών συμπερασμάτων για τις προθέσεις και κινήσεις του αντιπάλου. Πράγματι και παρά τις υπάρχουσες, ασθενείς είναι η αλήθεια ενδείξεις, οι Αμερικανοί δεν προχώρησαν έγκαιρα σε εκτέλεση αναγνωριστικών υπερπτήσεων πάνω από το νησί. Ο φόβος μιας πιθανής κατάρριψης αναγνωριστικού αεροσκάφους σε συνδυασμό με τη μη μέχρι τότε διάθεση σοβιετικών πυρηνικών όπλων σε κανένα σύμμαχο τους είχε καθησυχάσει τους Αμερικανούς. Οι ΗΠΑ αιφνιδιάστηκαν όταν ο Πρόεδρος είχε στα χέρια του τις αποκαλυπτικές αεροφωτογραφίες, από την πτήση της 14ης Οκτωβρίου, με τους χώρους εγκαταστάσεων των σοβιετικών πυρηνικών πυραύλων στην Κούβα. Η κρίση μόλις άρχιζε για την αμερικανική πλευρά και το ημερολόγιο έγραφε 16 Οκτωβρίου 1962.
Την ίδια ημέρα άμεσα συγκροτήθηκε η ομάδα χειρισμού κρίσεων (Executive Committee of National Security Council γνωστή ως Ex Com) με υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη και έμπιστους συμβούλους του προέδρου. Το πρώτο ερώτημα που επεκράτησε (η απάντηση στο οποίο παραμένει ακόμη αμφισβητούμενη) είναι ο λόγος για τον οποίο οι Σοβιετικοί προχώρησαν στην κίνηση της τοποθέτησης πυρηνικών συστημάτων στην Κούβα. Το έτερο βασικό ερώτημα ήταν ο χρόνος ενεργοποίησης και επιχειρησιακής ετοιμότητος για τα υπό ανάπτυξη πυρηνικά όπλα. Οι απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα θα βοηθούσαν στην επιλογή της αμερικανικής αντίδρασης η οποία ενείχε τον κίνδυνο στρατιωτικής σύρραξης και μάλιστα με πιθανή την κλιμάκωση και χρήση ακόμη και πυρηνικών όπλων. Επίσης, οποιαδήποτε βίαιη αντίδραση θα έπρεπε να λάβει χώρα πριν την ενεργοποίηση των όπλων καθόσον μετά το ρίσκο μιας πιθανής προσβολής θα ήταν απαγορευτικό. Κάθε καθυστέρηση αντίδρασης θα ήταν μοιραία και τα διαθέσιμα στοιχεία εκτιμούσαν πιθανή την ενεργοποίηση των 36 MRBM (Medium Range Ballistic Missiles-βεληνεκές 1100 ναυτικά μίλια) εντός του Νοεμβρίου (ευρίσκοντο πλήρεις στην Κούβα). Αντίθετα οι ισχυρότεροι 24 IRBM (Intermediate Range Ballistic Missiles)-βεληνεκές 2200 ναυτικά μίλια) θα ήταν επιχειρησιακά έτοιμοι το Δεκέμβριο με τους πυραυλικούς φορείς να είναι ακόμη εν πλω. Το μέγεθος της απειλής των υπό εγκατάσταση πυραύλων, συγκρινόμενο με την τεράστια αμερικανική υπεροχή σε πυρηνικά όπλα, προκάλεσε πολλές συζητήσεις. Σίγουρα αύξανε τις σοβιετικές πυρηνικές δυνατότητες προσβολής των ΗΠΑ ίσως και κατά 50% την εποχή εκείνη, χωρίς όμως να διαταράσσει την υπάρχουσα πυρηνική ανισσοροπία. Το ψυχολογικό και πολιτικό όμως αποτέλεσμα της εγκατάστασης και ενεργοποίησης των πυραύλων στην αμερικανική κοινή γνώμη αλλά και τον υπόλοιπο κόσμο θα ήταν δυσανάλογα σημαντικό. Άρα η περίπτωση που αντιμετώπιζαν οι Αμερικανοί είχε όλα τα χαρακτηριστικά μιας κρίσης: απειλή σε ζωτικά συμφέροντα, πίεση χρόνου, κίνδυνο στρατιωτικής εμπλοκής που πιθανόν να οδηγούσε και σε πρωτόγνωρη πυρηνική σύρραξη.
Η διερεύνηση των αιτίων της σοβιετικής κίνησης εξέτασε την περίπτωση της εξασφάλισης της άμυνας της Κούβας, την προσπάθεια μερικής εξισορρόπησης της αμερικανικής πυρηνικής ισχύος, την ενέργεια στα πλαίσια της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης με σκοπό την άνοδο του σοβιετικού γοήτρου και τη δημιουργία μιας κρίσεως με επιδίωξη την απόκτηση ανταλλαγμάτων με διαπραγματεύσεις σε κάποιο άλλο θέμα (ιδίως στο Βερολίνο). Σε κάθε περίπτωση υπήρχαν λογικά κενά που αποδυνάμωναν, λιγότερο ή περισσότερο, την κάθε υπόθεση. Ενδεχομένως η τολμηρή αυτή απόφαση –αποτέλεσμα υποεκτίμησης των αμερικανικών αντιδράσεων και/ή υπερεκτίμησης της δυνατότητας απόκρυψης και αιφνιδιασμού, να εξυπηρετούσε όλους τους προαναφερθέντες αντικειμενικούς σκοπούς και τα τυχόν λογικά κενά που δημιουργούνται να οφείλονται σε οργανωτικές ή επιχειρησιακές δυσλειτουργίες. Ενδεικτικά αναφέρω την αδικαιολόγητη αδιαφορία παρεμπόδισης αποκάλυψης της εγκατάστασης στην Κούβα των συστημάτων, την αδικαιολόγητη ανάπτυξη των ευκολοεντοπιζόμενων IRBM αντί των MRBM και κάποιες άλλες χρονικές αναντιστοιχίες των σοβιετικών ενεργειών. Οι Σοβιετικοί, εκτός των βαλλιστικών πυρηνικών πυραύλων είχαν εγκαταστήσει και συστοιχίες αντιαεροπορικών πυραύλων (SA-2), στρατηγικά βομβαρδιστικά IL-28 με δυνατότητα πυρηνικής προσβολής των ΗΠΑ, σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη MIG-21, συστοιχίες επάκτιων πυραύλων με πυρηνικά βλήματα βεληνεκούς 40 ναυτικών μιλίων και τακτικά πυρηνικά όπλα βεληνεκούς 20 ναυτικών μιλίων. Την ύπαρξη των δύο τελευταίων οπλικών συστημάτων την πληροφορήθηκαν οι Αμερικανοί μετά το τέλος της κρίσεως. Η αιφνιδιαστική χρήση αυτών των συστημάτων κατά μιας ναυτικής αρμάδας εισβολής των ΗΠΑ θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανταλλαγή τακτικών πυρηνικών όπλων με άγνωστες συνέπειες.
Οι τρόποι αντιδράσεως που εξετάστηκαν από την Ex Com την περίοδο από 16 έως 21 Οκτωβρίου περιελάμβαναν: την πλήρη αδράνεια, την προσφυγή σε διεθνή όργανα σε συνδυασμό με διπλωματικές πιέσεις, τη μυστική προσέγγιση του Castro ώστε να απαιτήσει απόσυρση των όπλων, τη χερσαία εισβολή, την αεροπορική επιδρομή με σκοπό την καταστροφή των πυραύλων και το ναυτικό αποκλεισμό. Οι πρώτες τρεις περιπτώσεις σύντομα απερρίφθησαν ως αναποτελεσματικές. Οι υπόλοιπες τρεις λύσεις ενείχαν, λιγότερο ή περισσότερο, τον κίνδυνο στρατιωτικής σύρραξης με την ΕΣΣΔ με πιθανή την κλιμάκωση. Επίσης η χερσαία εισβολή εγκαταλείφθηκε λόγω του υψηλού κόστους της εμπλοκής και συνεπειών παραμένοντας όμως ως η εσχάτη λύση και το κύριο εκβιαστικό όπλο. Αρχικά προκρίθηκε η αιφνιδιαστική «χειρουργική» αεροπορική προσβολή αλλά η πιθανότητα ηθικής καταδίκης σε συνδυασμό με την αναγκαιότητα μεγάλης κλίμακος επιδρομή και η μη εξασφαλισμένη 100% καταστροφή των στόχων (άρα αναγκαιότητα χερσαίας εισβολής) οδήγησαν στην επιλογή της λύσης του ναυτικού αποκλεισμού συνοδευόμενου από τελεσίγραφο για άμεση απομάκρυνση όλων των πυρηνικών συστημάτων που είχαν ήδη αναπτυχθεί. Παράλληλα όμως θα προχωρούσαν οι προετοιμασίες για αεροπορική προσβολή μεγάλης κλίμακος σε περίπτωση που δεν είχε αποτελέσματα ο ναυτικός αποκλεισμός ενώ θα ξεκινούσαν και οι εμφανείς προετοιμασίες εισβολής. Ο ναυτικός αποκλεισμός επιλέγει επιπλέον, έναντι της αεροπορικής προσβολής και παρά την αντίθετη γνώμη αρκετών μελών της Ex Com, διότι έδινε στην άλλη πλευρά χρόνο και δυνατότητα αντίδρασης ώστε να αποφευχθεί μια σύρραξη. Σε τελευταία ανάλυση μετέφερε το χειρισμό της κρίσεως και την ευθύνη κλιμάκωσης στα χέρια της άλλης πλευράς. Η διαδικασία της επιλογής ήταν μια επίμονος διαδικασία με ατέλειωτες συζητήσεις και εξέταση όλων των παραγόντων και εναλλακτικών λύσεων και κυρίως πιθανών τρόπων αντιδράσεως των Σοβιετικών. Η τελική επιλογή φυσικά ήταν του προέδρου Kennedy ο οποίος αμφιταλαντεύθηκε, ειδικά τις πρώτες ημέρες της κρίσεως, όποτε και η αιφνιδιαστική εξέλιξη και πρόκληση οδηγούσαν στην επιλογή μιας πλέον δυναμικής αντίδρασης εκ μέρους των ΗΠΑ εκμεταλλευόμενες την πυρηνική και τοπικά συμβατική υπεροχή τους. Στη σκέψη όμως των Αμερικανών, πλέον του κινδύνου πυρηνικής σύρραξης, ήταν και τα ενδεχόμενα σοβιετικά αντίποινα κατά του αδύναμου πλευρού της δύσης, του Βερολίνου. Παράλληλα είχαν αρχίσει να σκέφτονται και την πιθανότητα αιτήματος των Σοβιετικών για διαπραγματεύσεις για την τύχη της πόλεως αλλά ακόμη και για ενδεχόμενη απόσυρση των αμερικανικών τακτικών πυραύλων Jupiter από την Ιταλία και κυρίως την Τουρκία. Ο ορθός χειρισμός κρίσεων επιβάλλεται να εξετάζει και να προετοιμάζεται για όσο το δυνατόν περισσότερες περιπτώσεις και λύσεις. Στη περίπτωση της Κούβας η Ex Com λειτούργησε λίαν ικανοποιητικά λαμβάνοντας υπόψη το πρωτόγνωρο μιας παρόμοιας κρίσεως, υπό τη σκιά των πυρηνικών όπλων και τους χαλαρούς μέχρι τότε κανόνες πυρηνικής εμπλοκής αμφοτέρων των πλευρών.
Στις 22 Οκτωβρίου έκπληκτος ο κόσμος μαθαίνει από δημόσια εμφάνιση του αμερικανού προέδρου την κρισιμότητα της καταστάσεως και συγχρόνως τίθεται το δίλημμα της περαιτέρω κλιμάκωσης στη σοβιετική πλευρά. Ο πρόεδρος ανακοινώνει ότι η Κούβα τίθεται από 24 Οκτωβρίου σε «καραντίνα» (ναυτικός αποκλεισμός στην ουσία) ώστε να εμποδιστεί η άφιξη των πλοίων που μεταφέρουν τα υπόλοιπα πυρηνικά συστήματα και καλείται η Μόσχα να αποδεχθεί την άμεση απόσυρση των ήδη εγκατεστημένων με την απειλή χρήσεως στρατιωτικής βίας να επικρέμεται. Συγχρόνως το ΝΑΤΟ και οι πυρηνικές και συμβατικές δυνάμεις των ΗΠΑ και συμμάχων τίθενται σε πρωτόγνωρα υψηλό βαθμό συναγερμού και ετοιμότητας (DEFCON 2) με όλους τους συνεπακόλουθες κινδύνους τυχαίας εμπλοκής που μιας τέτοιας έκτασης κινητοποίηση καθιστούσε πιθανή. Και πράγματι, κατά τη διάρκεια αυτών των κρίσιμων ημερών υπήρξαν, αεροπορικά κυρίως τυχαία γεγονότα, που εύκολα θα μπορούσαν να παρερμηνευθούν ως πρώτα βήματα μιας αιφνιδιαστικής επίθεσης ή ως εχθρικές ενέργειες προκαλώντας αλυσιδωτές καταστροφικές αντιδράσεις. Τέτοια τυχαία γεγονότα μπορούν εύκολα να ανατρέψουν το σχεδιασμό της διαχείρισης κρίσεων με απρόβλεπτα αποτελέσματα.
Με τη σειρά της η ρωσική πλευρά αιφνιδιάζεται έχοντας και αυτή επιδεικτικά αγνοήσει τις αμερικανικές υπερπτήσεις των 14,15 και 17 Οκτωβρίου που λογικά θα οδηγούσαν στην αποκάλυψη των πυραύλων. Οι πρώτες αντιδράσεις είναι η απόρριψη του αμερικανικού τελεσίγραφου, η κινητοποίηση των σοβιετικών πυρηνικών και συμβατικών δυνάμεων και η εντατικοποίηση των εργασιών ενεργοποίησης των πυραύλων στη Κούβα. Πλέον όμως η σοβιετική πλευρά αντιμετωπίζει τη διαχείριση της κρίσεως καθόσον η δημόσια τοποθέτηση του αμερικανού προέδρου έχει περιορίσει τις δυνατότητες ελιγμού των Σοβιετικών. Οι Σοβιετικοί αντιλαμβάνονται τώρα ότι το διακύβευμα της ανάπτυξης των πυραύλων καθίσταται ριψοκίνδυνο. Το μέγεθος της αμερικανικής κινητοποίησης, η αυτοπεποίθηση του αμερικανού προέδρου, η επέλευση τυχαίων εμπλοκών και ο υπολογισμός της ανισσοροπίας πυρηνικής ισχύος οδηγούν στη συνετότερη αντιμετώπιση της κρίσεως και στην προσπάθεια κέρδους χρόνου. Όμως οι διαδικασίες ενεργοποιήσεως των MRBM συνεχίζονται και η ενεργοποίηση τους (με την εξασφάλιση του αναγκαίου χρόνου) θα αποδώσει σημαντικά διαπραγματευτικά οφέλη και στρατηγικά πλεονεκτήματα στους Σοβιετικούς. Επίσης αισθάνονται ικανοποιημένοι καθώς έχει αποφευχθεί μια αμερικανική προσβολή στην Κούβα που αφενός ήσαν ανέτοιμοι να αντιμετωπίσουν και αφετέρου πιθανόν να οδηγούσε σε μια πυρηνική σύρραξη. Στη Μόσχα ο χειρισμός της κρίσεως γίνεται στο ανώτατο πολιτικό όργανο, το Presidium, το οποίο όπως φαίνεται εύκολα αποδέχεται και επικυρώνει τις αποφάσεις του πανίσχυρου Γενικού Γραμματέα Khrushchev. Ο Khrushchev αποφασίζει, την ύστατη στιγμή, να μην παραβιάσουν το ναυτικό αποκλεισμό με τα «υψηλής επικινδυνότητας» πλοία, αλλά να δοκιμάσουν τις αμερικανικές προθέσεις με πιο ανώδυνα φορτία. Στις 24 Οκτωβρίου τα πλοία με τους IRBM ανακόπτουν την πορεία τους, μη εισερχόμενα στη ζώνη αποκλεισμού, ενώ οι Αμερικανοί εκτελούν μια επιλεκτική εφαρμογή του αποκλεισμού χωρίς να συναντήσουν αντίδραση από τα σοβιετικά πλοία. Οι κίνδυνοι όμως ναυτικής εμπλοκής εξακολουθούν να υπάρχουν με τη συσσώρευση πλήθους πολεμικών πλοίων και εν καταδύσει υποβρυχίων χωρίς τη δυνατότητα άμεσης επικοινωνίας με τους προϊσταμένους τους. Και ενώ φαίνεται ότι οι Σοβιετικοί δεν θα προσπαθήσουν να παραβιάσουν το ναυτικό αποκλεισμό, η τύχη των ήδη εγκατεστημένων πυραύλων και η επικείμενη ενεργοποίηση τους αυξάνουν ξανά την ένταση. Τις υπόλοιπες τρεις ημέρες ακολουθεί μια αμφιταλάντευση των προθέσεων της Μόσχας με σκοπό το κέρδος χρόνου και τη μεγιστοποίηση των διαπραγματευτικών κερδών πέραν της αρχικά επιζητούμενης αμερικανικής εγγύησης για μη εισβολή με αποτέλεσμα την κορύφωση της κρίσεως. Στις 26 Οκτωβρίου ο σοβιετικός ηγέτης απευθύνει προσωπική μακροσκελή επιστολή στον ομόλογο του για διευθέτηση της κρίσεως και απόσυρση των πυραύλων με αόριστους όρους. Η επιστολή του σοβιετικού ηγέτη κρίνεται ότι χρήζει επεξηγήσεων με πιθανή επιδίωξη την προσπάθεια κέρδους χρόνου. Οι ΗΠΑ ανταπαντούν δημόσια ότι μια συμφωνία θα απαιτούσε τη βεβαιωμένη απόσυρση των Σοβιετικών «επιθετικών» όπλων σε αντάλλαγμα την εγγύηση της μη εισβολής. Εν τω μεταξύ, οι προετοιμασίες για μεγάλης κλίμακος αεροπορική προσβολή έχουν ολοκληρωθεί στις 27 Οκτωβρίου και απομένει η τελική πολιτική απόφαση για την υλοποίηση της. Παράλληλα οι επιδεικτικές προπαρασκευαστικές ενέργειες προετοιμασίας χερσαίας εισβολής συνεχίζονται αμείωτες.
Η κρίση τώρα είναι τοποθετημένη και στις δύο πλευρές. Οι Αμερικανοί αναμένουν διευκρινίσεις από τη σοβιετική πλευρά αλλά αισθάνονται ότι τα χρονικά όρια δράσεως στενεύουν και προσανατολίζονται σε αεροπορική προσβολή στις 30 Οκτωβρίου. Βέβαια η συγκρατημένη αποδοχή του ναυτικού αποκλεισμού και διακοπή της πορείας των «υψηλής επικινδυνότητας» πλοίων έχει δώσει ενδείξεις ότι η Μόσχα δεν επιθυμεί τη σύγκρουση. Η υπόθεση όμως της σοβιετικής μπλόφας προς κέρδος χρόνου είναι ισχυρή. Επιπλέον η σοβιετική πλευρά αιφνιδίως θέτει δημοσίως, στις 27 Οκτωβρίου, θέμα αμοιβαίας απόσυρσης των πυραύλων της στη Κούβα με τους από το 1961 εγκατεστημένους στην Τουρκία 15 αμερικανικών βαλλιστικών πυραύλων Jupiter.
Η δημόσια πρόταση του σοβιετικού ηγέτη προκαλεί εκνευρισμό στις ΗΠΑ. Τυχόν ικανοποίηση του νέου αιτήματος ουδόλως επηρεάζει την πυρηνική ισορροπία καθόσον οι ΗΠΑ θεωρούσαν τους συγκεκριμένους πυραύλους ξεπερασμένους και προγραμμάτιζαν ήδη την απομάκρυνση τους. Η δημόσια όμως αναφορά στο θέμα αυτό καθιστά πλέον την απόσυρση αδύνατη καθόσον θα έθετε σε δοκιμασία την αξιοπιστία των ΗΠΑ έναντι των Συμμάχων και ιδιαίτερα της Τουρκίας και θα απαιτούσε σημαντικό χρονικό διάστημα για την επίλυση των διαδικαστικών θεμάτων εντός της Συμμαχίας. Εάν το σοβιετικό αίτημα γίνονταν αποδεκτό –έστω απλά για συζήτηση- η κατάσταση θα είχε περιπλακεί καθώς στη διαπραγμάτευση της κρίσεως θα έπρεπε να εμπλακούν και οι νατοϊκές χώρες. Οι Αμερικανοί αποφασίζουν να επαναλάβουν στη Μόσχα την πρόταση τους για απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων έναντι εγγύησης μη εισβολής αγνοώντας οποιαδήποτε αναφορά του Khrushchev στους πυραύλους Jupiter. Η δημόσια απαντητική επιστολή του αμερικανού προέδρου προς τον ομόλογο του διαβιβάστηκε από τον αδελφό του Kennedy (Υπουργό Δικαιοσύνης των ΗΠΑ) στο σοβιετικό πρέσβη δίδοντας έμφαση στην ειλημμένη αμερικανική απόφαση αναλήψεως στρατιωτικής δράσης στις επόμενες ημέρες. Συγχρόνως όμως δόθηκε και η προφορική διαβεβαίωση ότι οι ΗΠΑ εξετάζουν θετικά την απόσυρση των πυραύλων από την Τουρκία αλλά σε δεύτερο χρόνο, λόγω των επιπλοκών που παρουσιάζει ένα τέτοιο θέμα και πως αποκλείουν κάθε δημοσία συζήτηση και αναφορά στο υπόψη θέμα. Επιπλέον, οι ΗΠΑ με μια σειρά ενεργειών κατέστησαν εμφανή την αποφασιστικότητα και ετοιμότητα τους να εισβάλλουν στην Κούβα. Η κρίση κορυφώνεται την ίδια ημέρα και με την κατάρριψη ενός αμερικανικού αναγνωριστικού αεροσκάφους U-2 από σοβιετικό πύραυλο στην Κούβα με τον πρώτο και μοναδικό νεκρό της αντιπαράθεσης.
Το περιστατικό της κατάρριψης του αμερικανικού αναγνωριστικού αεροσκάφους αυξάνει την ένταση αλλά δίνει την ευκαιρία στη Μόσχα να κατανοήσει ότι η εξέλιξη της κρίσεως βρίσκεται και στα χέρια των απομακρυσμένων τοπικών διοικητών με όλους τους κινδύνους ανάφλεξης. Συγχρόνως οι Σοβιετικοί αντιλαμβάνονται ότι έχουν αφενός ξεπεράσει τα όρια των δυνατοτήτων τους και αφετέρου η αμερικανική πλευρά είναι αποφασισμένη να προχωρήσει στην κλιμάκωση έχοντας το πλεονέκτημα της ισχύος. Ορισμένοι μελετητές αναφέρουν ως λόγο κάμψεως της ΕΣΣΔ και την αποδοχή εκ μέρους των ΗΠΑ για θετική δρομολόγηση της απόσυρσης των Jupiter από την Τουρκία αλλά αυτά τα οπλικά συστήματα άφηναν στρατηγικά αδιάφορους τους Ρώσους και τυχόν βραδύτερη απόσυρση τους δεν θα τους προσέφερε κανένα πολιτικό πλεονέκτημα. Μάλλον η τελική απόφαση για απόσυρση των σοβιετικών πυραύλων είχε ληφθεί προ της ελεύσεως του συγκεκριμένου «δώρου». Στις 28 Οκτωβρίου ο Khrushchev έχοντας και την έγκριση του Presidium ανακοινώνει ραδιοφωνικά την πρόθεση του για απόσυρση των βαλλιστικών πυρηνικών πυραύλων έναντι της υπόσχεσης για μη αμερικανική εισβολή στη Κούβα. Καίτοι μεσολάβησαν μερικές ημέρες επαλήθευσης της διαδικασίας απόσυρσης των πυραύλων, η κρίση των πυραύλων άρχισε να αποκλιμακώνεται στις 28 Οκτωβρίου και η ημέρα εκείνη συμπληρώνει την περίοδο των 13 ημερών που έφεραν τον κόσμο στο χείλος της πυρηνικής καταστροφής. Σήμερα, εκτιμάται ότι η εκ μέρους της Μόσχας συνειδητοποίηση της αμερικανικής αποφασιστικότητας για χρήση βίας σε συνδυασμό με την πυρηνική υπεροχή των ΗΠΑ και όχι ο ναυτικός αποκλεισμός ή η προσφορά της μεταγενέστερης απόσυρσης των Jupiter ήταν οι κύριοι λόγοι της σοβιετικής υποχώρησης. Ας προσπαθήσουμε στο σημείο αυτό, να συνοψίσουμε τις διαπιστώσεις της συγκεκριμένης κρίσεως και να τις μετατρέψουμε σε γενικά συμπεράσματα.
Αρχικά πρέπει να κατανοήσουμε ότι η κρίση είναι ένα εργαλείο μέσω του οποίου οι εμπλεκόμενοι επιδιώκουν την εκπλήρωση αντικειμενικών στόχων. Συνήθως ο προκαλών την κρίση έχει και την πρωτοβουλία των κινήσεων άρα και σημαντικά πλεονεκτήματα. Η κρίση μπορεί να είναι προσχεδιασμένη ή αποτέλεσμα τυχαίων γεγονότων. Προαναφέρθηκε το γεγονός ότι κάθε κρίση έχει ως αφετηρία της την αδυναμία ορθής αξιολόγησης των ενδείξεων και πληροφοριών που σε μικρότερη ή μεγαλύτερη κλίμακα διαθέτουμε για τις προθέσεις του αντιπάλου. Η αδυναμία αυτή προέρχεται κυρίως από την απροθυμία μας να αποδεχθούμε μη αναμενόμενα συμπεράσματα και λιγότερο από την επιμελημένη παραπλάνηση του αντιπάλου. Όπως έδειξε και η κρίση της Κούβας, η επιθυμία μας να εξηγήσουμε τους στόχους και τις ενέργειες του αντιπάλου σύμφωνα με το δικό μας τρόπο σκέψεως και με τα δικά μας ορθολογικά κριτήρια πιθανόν να μας οδηγήσει σε λανθασμένα συμπεράσματα. Οι πιθανότητες επιτυχούς αντιμετώπισης της κρίσεως αυξάνουν δραματικά με τη συνεχή εγρήγορση και προετοιμασία μας για την αντιμετώπιση ενδεχόμενων καταστάσεων. Η προετοιμασία πρέπει να βασίζεται σε μια συνεχή διανοητική επεξεργασία όλων των διαθέσιμων πληροφοριών σε συνδυασμό με τη διεθνή κατάσταση, το προφίλ του αντιπάλου και τα δικά μας αδύνατα σημεία.
Η ορθή συγκρότηση της ομάδος χειρισμού κρίσεων είναι ζωτικής σημασίας και πρέπει να εξασφαλίζει την ισορροπημένη εξέταση όλων των παραγόντων σε συνδυασμό πάντα με τις ημέτερες και αντίπαλες δυνατότητες και στόχους. Αναπόφευκτα ο κάθε εμπλεκόμενος σύμβουλος, συνειδητά ή ασυνείδητα, τείνει να αναλύσει τα δεδομένα και να παρουσιάσει εισηγήσεις που επηρεάζονται από τα βιώματα του, την ιδιοσυγκρασία του και τις αντιλήψεις αλλά και επιδιώξεις του οργανισμού που εκπροσωπεί. Βασικά σημεία που πρέπει, το δυνατόν νωρίτερα να διευκρινιστούν ώστε να προχωρήσει η διαδικασία του χειρισμού, είναι οι επιδιωκόμενοι στόχοι του αντιπάλου άρα και πιθανές συνέπειες της εξέλιξης της κρίσης και οι χρονικοί περιορισμοί της αντίδρασης μας. Με την εξιχνίαση αυτών των σημείων μπορούμε ασφαλέστερα να προχωρήσουμε στην εξέταση πιθανών τρόπων αντιδράσεως αξιολογώντας τη σχέση οφέλους-κόστους και πιθανότητας επιτυχίας (δηλαδή του ρίσκου) της κάθε λύσης. Η επαναξιολόγηση των δεδομένων πρέπει να είναι συνεχής καθόσον η ταχύτητα εξέλιξης των γεγονότων αποτελεί κύριο γνώρισμα των κρίσεων.
Μια επιτυχημένη αντίδραση μας πρέπει να δημιουργεί κρίση στην αντίπαλη πλευρά, απειλώντας τα δικά της συμφέροντα ώστε οι δυνατοί τρόποι αντιδράσεως της να εμπεριέχουν κόστος που να υπερβαίνει το προσδοκώμενο όφελος της ή τουλάχιστον να καθιστούν μη ορθολογικά αποδεκτή τυχόν πιθανότητα επιτυχίας της. Δεν πρέπει να διαφεύγει της προσοχής μας ότι η σχετική ισχύς των αντιπάλων είναι αυτή που περιορίζει κατά πολύ τα περιθώρια ελιγμού του ασθενέστερου. Επίσης κατά τη διάρκεια της κρίσεως κάθε ενέργεια μας, σχεδιασμένη ή μη, αξιολογείται από τον αντίπαλο. Ομοίως αξιολογούνται και προγενέστερες ενέργειες, συμπεριφορές και επιλογές μας. Η υιοθέτηση «κόκκινων γραμμών» είναι μια σύνηθης τακτική που γνωστοποιεί στον αντίπαλο τα έσχατα όρια πιθανής υποχώρησης μας και αποδοχής των ενεργειών του σε μια προσπάθεια παρεμπόδισης του να κλιμακώσει τις απαιτήσεις του. Η επιλογή τοποθέτησης ορίων (ειδικά με δημόσιες δεσμεύσεις) καίτοι παρουσιάζει σημαντικά πλεονεκτήματα όταν συνοδεύεται από μια αξιόπιστη βούληση και δυνατότητα αποτροπής, εν τούτοις μειώνει τα περιθώρια ελιγμών κατά τη διαχείριση των κρίσεων. Συνεπώς πρέπει να χρησιμοποιείται με φειδώ και σε περιπτώσεις διακινδύνευσης ζωτικών συμφερόντων οπότε και έχει προεπιλεγεί η σύγκρουση πέραν ενός σημείου ως αναπόφευκτη λύση. Η τοποθέτηση «κόκκινων γραμμών» και η εν συνεχεία υπό πίεση απόσυρση τους καταρρακώνει την αξιοπιστία μας με μακροχρόνια αρνητικά αποτελέσματα. Βεβαίως κανείς δεν μπορεί να αποκλείσει τη χρήση τους ως μια ριψοκίνδυνη «μπλόφα», αλλά σε αυτήν την περίπτωση τα ενδεχόμενα αποτελέσματα πρέπει να έχουν σταθμιστεί προσεκτικά.
Αποτελεσματική κίνηση στη διάρκεια των κρίσεων είναι η κατάλληλη τοποθέτηση μας ώστε το δίλημμα της επιλογής και η ευθύνη κλιμάκωσης να μεταφέρεται στον αντίπαλο και μάλιστα να αναγκάζεται για να αποφύγει την ήττα (ή αποτυχία των στόχων του) να διακινδυνεύσει ανεύθυνα σε υψηλότερο επίπεδο. Προϋπόθεση μιας τέτοιας τακτικής μας είναι να μπορούμε να τον ακολουθήσουμε σε τυχόν κλιμάκωση της απάντησης του. Η τακτική της συνεχούς κλιμάκωσης είναι επικίνδυνη γιατί δυνατόν να καταστεί ανεξέλεγκτος ή το κόστος υποχώρησης μας σε υψηλότερο επίπεδο της αντιπαράθεσης να είναι απολύτως υψηλότερο από μια ανώδυνη υποχώρηση ή συμβιβασμό στα πρώτα βήματα της κρίσεως. Και στην περίπτωση αυτή η τακτική της «μπλόφας» αποτελεί μέρος του παιγνιδιού. Η τακτική της κλιμάκωσης και μεταφοράς της ευθύνης λήψης αποφάσεως στον αντίπαλο πρέπει να συνοδεύεται και από την ανάλογη πίεση χρόνου πάνω του. Τα χρονικά περιθώρια πρέπει να περιορίζουν εύλογα το χρόνο αντίδρασης του χωρίς όμως να καθιστούν την ανεύθυνη λύση της σύγκρουσης αναπόφευκτη ένεκα ανεπαρκούς χρόνου λήψεως μιας επιθυμητής (για εμάς) απόφασης του ή της επαναδιαπραγμάτευσης ενός έντιμου συμβιβασμού. Συναφής και απαραίτητη τακτική σε κάθε κρίση (εκτός αν επιδιώκεται η σύγκρουση) είναι να παραχωρείται-σε κάθε κλίμακα της αντιπαράθεσης- επαρκής δυνατότητα αξιοπρεπούς υποχώρησης του αντιπάλου. Η πλήρης υποταγή και καταρράκωση του συνήθως ενεργοποιούν τα αντανακλαστικά της εθνικής επιβίωσης (αλλά και της ηγεσίας του) και μια αντιπαράθεση χαμηλών συμφερόντων μπορεί εύκολα να μετατραπεί σε σύγκρουση διάρκειας και υψηλής έντασης. Δεν πρέπει να λησμονούμε ότι σε κάθε κρίση επισέρχεται πλήθος τυχαίων και απρόβλεπτων γεγονότων που μπορεί να καταστήσουν την κρίση ανεξέλεγκτη ή να ανατρέψουν δραστικά τους σχεδιασμούς αντιπάλων.
Ομοίως σε κάθε βήμα πρέπει να συνυπολογίζεται και η εσωτερική και διεθνής νομιμοποίηση των ενεργειών μας (και αντίστοιχη απονομιμοποίηση του αντιπάλου) με επιδίωξη την έκθεση και καταδίκη του από τη διεθνή κοινότητα. Η διεθνής κοινότητα και θεσμοί είναι παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε συνδυασμό όμως με την υφιστάμενη ισορροπία ισχύος, συμμαχίες και συμφέροντα της συγκεκριμένης περιόδου. Επιθυμητό είναι οι ενέργειες μας να έχουν επίδραση και στο εσωτερικό του αντιπάλου προκαλώντας ανησυχία στον πληθυσμό για την κλιμάκωση της κρίσης, προσφέροντας εναλλακτικές θελκτικές λύσεις και χωρίς να πλήττουν τον εθνικό ψυχισμό του.
Ολοκληρώνοντας θα αναφερθώ στην ανάγκη διατήρησης επαφών μεταξύ των εμπλεκομένων καθόλη τη διάρκεια της κρίσεως. Αξιοσημείωτα αποτελέσματα έχουν επιφέρει οι μυστικές επαφές, συνομιλίες και συμφωνίες όπου μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, τη λαϊκή και πολιτική πίεση έχει επέλθει μια επίλυση του προβλήματος με αμοιβαίες παραχωρήσεις. Η διαμεσολάβηση διεθνών οργανισμών και άλλων δυνάμεων πιθανόν να καταστεί εποικοδομητική στην κατεύθυνση αυτή με ενισχυτική (και όχι απόλυτη) όμως την προϋπόθεση νομιμοποίησης των θέσεων μας και της ενισχυμένης διεθνούς παρουσίας και σημασίας .
Σε τελευταία όμως ανάλυση, οι ηγέτες των εμπλεκομένων κρατών είναι οι τελικοί αποδέκτες της ροής πληροφοριών, εκτιμήσεων και εισηγήσεων, της πίεσης των στιγμών, των ευθυνών των αποφάσεων και ενεργειών τους έναντι των λαών και της ιστορίας τους. Οι τεράστιες αυτές ευθύνες καταλήγουν στους ώμους τους των ηγετών, μη μεταβιβαζόμενες σε κανένα άλλον και το ερώτημα είναι κατά πόσο είναι κατάλληλοι και προετοιμασμένοι για να αντιμετωπίσουν μια τέτοια κατάσταση ανάλογη των αρχαίων ελληνικών τραγωδιών;
*ΙΠΠΟΚΡΑΤΗΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ- Υποστράτηγος (εν αποστρατεία)
• Πτυχιούχος τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών Παντείου Πανεπιστημίου
• Μεταπτυχιακό στις Διεθνείς Σχέσεις και Στρατηγικές Σπουδές στο Πάντειο Πανεπιστήμιο
• Μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών (ΕΛΙΣΜΕ)
• Συνεργάτης του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων (ΙΔΙΣ) Παντείου Πανεπιστημίου
• Διγενή 25-27, ΤΚ 15341, Αγία Παρασκευή
• 0030-210-6543131, 0030-6983457318
• rafaelmarippo@yahoo.gr
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
• Conceptual Models and the Cuban Missile Crisis, Graham Allison, The American Political Science Review, Vol LXIII, September 1969, No 3.
• Μεταπολεμική Παγκόσμιος Ιστορία, Raymon Cartie, Εκδόσεις Πάπυρος, 1970.
• The Cuban Missile Crisis Revisited, J. Blight, J. Nye, D. Welch, Foreign Affairs, Fall 1987.
• How Close We Came, S.M. Miner, Foreign Affairs, Jul/Aug 1997.
• Πανεπιστημιακές Σημειώσεις Παντείου Πανεπιστημίου στη Εισαγωγή και Ανάλυση Διεθνών Κρίσεων, Καθ. Αλυφαντής, 2001.
• Αμερικανικό Πολιτικό Σύστημα και Εξωτερική Πολιτική 1945-2002, Graham Εκδόσεις Ποιότητα, 2002.
• Η Κρίση της Κούβας: η ουσία της απόφασης, Allison & Philip Zelikow, Εκδόσεις Παπαζήση 2006.
• Χειρισμός Κρίσεων, Μεταπτυχιακές Σημειώσεις Παντείου Πανεπιστημίου, Καθ. Κ. Κολιόπουλος, 2006.
• The Cuban Missile Crisis, J. Swift, History Review, 2007.
.
Πετροβούβαλος said
Πρόκειται για πολύτιμο μάθημα. Με τις κατάλληλες αναγωγές, θα υπεδείκνυε τρόπο σκέψεως στους ανίκανους, απαεώνες και δειλούς κυβερνήτες μας. Παραμένει απορίας άξιον το γιατί αποδεχόμαστε ακόμη αυτούς τους γελοίους ως ρυθιστές της τύχης του κράτους μας – και αναφέρομαι στο σύνολο του πολιτικού προσωπικου της μεταπολιτευσεως.
foteini4 said
Αναφέρεσαι σε όλες τις γενιές; Γιατί ειλικρινά να δεχτώ ότι οι νεότεροι δεν γνωρίζουν ή δεν έχουν μάθει ακόμη. Αλλά δεν δέχομαι από υποτίθεται πολιτικοκοινωνικά όντα να μην δέχονται τη φαυλότητα του πολιτικού αυτού συστήματος. Να του μιλάς για τη μεταπολίτευση και να γυρνάει να σου λέει για το πριν αυτης (απάντηση πήρε βέβαια). Εδώ θεωρούν ακόμη ότι η κρίση είναι οικονομική και όχι ηθική, τι να λέμε. Πάω (παρά)δίπλα! Καλημέρα σας
Πετροβούβαλος said
Κατανοώ τη συναισθηματική αντίδράση (ομοιοπαθής), μόνο που απαιτείται απ’ όλους μας μία υπέρβαση και εν προκειμένω: Το περιβάλλον είναι αυτό, η μεταπολίτευση και η νοοτροπία της πεθαίνει και δίνει μάχη μέχρις εσχάτων. Οφείλουμε να αντιληφθούμε το περιβάλλον, να προσαρμοστούμε σε αυτό, να το «χειριστούμε» κατά δύναμιν και να κοιτάζουμε πάντοτε προς την «επόμενη μέρα».
Τάκης said
Και πλαγίως για τέχνη.
Ο Κιούμπρικ ενεπνεύσθη και ο απιθανοτεράστιος Σέλλερς έδρασε.
Dr. Strangelove, ταινία που συνιστάται απολύτως!