Τα «Σκιαδικά»: Τα ψαθάκια που οδήγησαν σε εξέγερση (10 – 11 Μαΐου 1859)
Posted by Μέλια στο 10 Μαΐου, 2015
Μετά την επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, αν και είχε ψηφιστεί το σύνταγμα του 1844 που καθιέρωνε τη συνταγματική μοναρχία και προέβλεπε τη λειτουργία των κομμάτων, το Παλάτι, ή μάλλον η βασίλισσα Αμαλία, ήταν ο αποκλειστικός ρυθμιστής της πολιτικής ζωής της χώρας. Γι’ αυτό βασικό αίτημα του λαού ήταν η διενέργεια ελεύθερων εκλογών.
Αν γίνουν εις τον τόπον ελεύθερ’ εκλογαί,
θα λείψουν και οι δέκα του Φαραώ πληγαί.
Οι στίχοι αυτοί έγιναν σύνθημα στα χείλη του λαού, που είχε τραυματικές εμπειρίες από τις εκλογές του 1844, 1847, 1850, 1853 και 1856, κατά τις οποίες, με κάθε λογής παρεμβάσεις των Ανακτόρων, εξελέγησαν πολιτικοί που ήταν πειθήνιοι στη βούληση του βασιλικού ζεύγους (λ.χ. ο Ιωάννης Κωλέττης).
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα στις αρχές του 1859 συγκροτήθηκε μια μυστική αντιοθωνική Εταιρεία. «Εντός διμηνίας», έγραψε ο βιογράφος της Αμαλίας Γεώργιος Τσοκόπουλος (Γ. Β. Τσοκοπούλου, Παλαιαί Αθήναι: Η Βασίλισσα Αμαλία, εν Αθήναις, Τυπογραφείον Παρασκευά Λεώνη, 1904), «έγιναν μέλη της Εταιρείας δέκα επτά βουλευταί, εκατόν πενήντα φοιτηταί και μαθηταί, οκτώ αξιωματικοί, τέσσαρες ιερείς, ένας επίσκοπος, ο Μαντινείας Θεοφάνης, και τρεις δημοσιογράφοι, μεταξύ των οποίων και ο Ιωάννης Φιλήμων και ο γέρων Εμμανουήλ Αντωνιάδης, διευθυντής της «Αθηνάς»».
Στην εθνική γιορτή της 25ης Μαρτίου 1859 η Εταιρεία έκανε την πρώτη της «εμφάνιση». Οι κεντρικοί δρόμοι της Αθήνας, η Ερμού και Αιόλου, οι πλατείες και οι πιο απόκεντροι δρομίσκοι πλημμύρισαν από προκηρύξεις αντιοθωνικού περιεχομένου. Η αστυνομία καταταράχτηκε. Προτού μάλιστα να συνέλθουν ο Όθωνας, η Αμαλία και η καμαρίλα τους κυκλοφόρησαν νέες προκηρύξεις. Οι πιο γνωστοί και σημαίνοντες Αθηναίοι έλαβαν με το Ταχυδρομείο φάκελο με προκήρυξη που την υπέγραφε «Η άγνωστος, αλλά πανίσχυρος λαϊκή θέλησις». Αυτή ήταν η πρώτη οργανωμένη αντίδραση του λαού στον αυταρχισμό του Όθωνα.
Ενάμιση μήνα αργότερα, τη 10η και 11η Μαΐου 1859, έγιναν αρχικά στο Πεδίο του Άρεως και στη συνέχεια στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου συγκρούσεις φοιτητών – μαθητών και της αστυνομίας, που έμειναν στην ιστορία με το όνομα «Σκιαδικά». Τα γεγονότα εξελίχθησαν απρόσμενα, όπως φαίνεται και από τα «Πολιτικά Ημερολόγια» του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, ο οποίος έγραψε: «Τον Μάιον του 1859 η νεολαία των Αθηνών, εξαφθείσα τυχαίως εκ της υποθέσεως των σκιαδίων, απέδειξε χαρακτήρα λαμπρόν».
Ας παρακολουθήσουμε, λοιπόν, λεπτομερειακά την υπόθεση αυτή, που δεν είναι και πολύ γνωστή. Ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής, υπουργός των Εξωτερικών εκείνη την εποχή, είχε κατ’ επανάληψη υποστηρίξει στον κοινωνικό του περίγυρο ότι οι εύπορες τάξεις έπρεπε να στραφούν στην αγορά ελληνικών προϊόντων, προκειμένου να ενισχυθεί η εγχώρια παραγωγή. Κοινωνός της άποψης αυτής έγινε ο γιος του Κλέων, ο οποίος έπεισε τους συμμαθητές του να φορούν σιφνέικα ψαθάκια (σκιάδια) στις κυριακάτικες εξόδους τους στο Πεδίο του Άρεως. Γρήγορα τα σκιάδια έγιναν μόδα και «σήμα κατατεθέν» της προοδευτικής νεολαίας των Αθηνών. (Αντίθετα οι καθεστωτικοί νέοι φορούσαν άσπρα ψηλά καπέλα.)
Την Κυριακή 10 Μαΐου του 1859 πολλοί φοιτητές και μαθητές βγήκαν περίπατο φορώντας ψάθινα σκιάδια. Όμως οι εισαγωγείς καπέλων από το εξωτερικό, οι οποίοι πλήττονταν οικονομικά από τη νέα μόδα, έστειλαν στο Πεδίο του Άρεως υπαλλήλους τους που φορούσαν αστεία και κουρελιασμένα ψαθάκια, για να διακωμωδήσουν τους νέους. Το αποτέλεσμα της πρόκλησης αυτής ήταν να γίνουν επεισόδια. Κλήθηκε η αστυνομία, η οποία στράφηκε κατά των φοιτητών και μαθητών. Μάλιστα συνέλαβε και τρεις μαθητές Γυμνασίου, που τους θεώρησε πρωταίτιους της σύρραξης. (Οδυσσέα Δημητρακόπουλου και Κωνσταντίνου Δημαρά, Τα «Σκιαδικά», Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΓ΄(1977), σ.σ. 187 και 480 – 481).
Οι νεαροί υποχώρησαν στη Νεάπολη ( στα Εξάρχεια). Πήγαν στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, όπου ήταν φυλακισμένοι οι συλληφθέντες, και ζήτησαν την αποφυλάκισή τους. Η άρνηση του διευθυντή της αστυνομίας να ικανοποιήσει το αίτημά τους αποτέλεσε το έναυσμα για τη γενίκευση των επεισοδίων. Είναι χαρακτηριστική η περιγραφή των γεγονότων που έκανε ο Επαμεινώνδας Κυριακίδης στο έργο του «Ιστορία του Συγχρόνου Ελληνισμού» (Αθήναι 1892), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ (φύλλο της 27ης Οκτωβρίου 1963):
«Οι νέοι αντέταξαν άμυνα οχυρωθέντες εις τι (= σε κάποιο ) παντοπωλείον, του οποίου τας βαυκάλεις (= τις στάμνες) και τα καθίσματα έρριπτον κατά των εφορμούντων αστυνόμων. Και κατωρθώθη μεν να εκτοπισθούν εκ του εν Νεαπόλει παντοπωλείου, αλλ’ ουχί και να διαλυθούν. Εν σώματι διηυθύνθησαν προς το κέντρον της πόλεως και εν τη διασταυρώσει των οδών Ερμού και Αιόλου, ένθα έκειτο το πολυτάραχον των πολιτευομένων καφενείον « Της Ωραίας Ελλάδος», συνεκεντρώθησαν πάλιν προσελθόντος επικούρου (= βοηθού) αυτοίς και πλήθους πολλού.
Νέοι και λαός ανήλθον τότε την οδόν Ερμού και προέβησαν εις διαδήλωσιν κάτω των Ανακτόρων, επιζητούντες την απόλυσιν των συλληφθέντων τριών νέων και την παύσιν του διευθυντού της αστυνομίας Δημητριάδου. Λόχοι πεζικού μετά χωροφυλάκων και αστυνόμων μόλις περί το μεσονύκτιον κατώρθωσαν να διασκορπίσουν το πλήθος και να επαναφέρουν την τάξιν, η οποία επρόκειτο να διαταραχθή πάλιν την επαύριον (= την επόμενη μέρα)».
Την ακρίβεια της περιγραφής του Επαμεινώνδα Κυριακίδη την επιβεβαιώνουν και δημοσιεύματα εφημερίδων της εποχής. Η ΑΥΓΗ (φύλλο της 11ης Μαΐου 1859) έγραψε: «Ενί λόγω μέχρι της 11 ώρας νυκτός η πόλις παρίστα στρατόπεδον, διότι ιππείς, πεζοί, χωροφύλακες, περίπολοι, υπαστυνόμοι και κλητήρες έτρεχον προς την πλατείαν των ανακτόρων ίνα διαλύσωσι τας συναθροίσεις».
Την 11η Μαΐου συγκεντρώθηκαν στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου χιλιάδες μαθητές, φοιτητές και γενικά πολίτες όλων σχεδόν των κοινωνικών τάξεων. Η εφημερίδα ΗΛΙΟΣ (φύλλο της 13ης Μαΐου 1859) υπολόγιζε τους συγκεντρωθέντες σε 4.000, ενώ σύμφωνα με άλλες πηγές έφταναν τους 10.000. Βέβαια οι κυβερνητικές εφημερίδες προσπαθούσαν να μειώσουν την έκταση και τη σημασία των γεγονότων. Έκαναν λόγο για ένα «οχλαγωγικό» κίνημα, στο οποίο πήραν μέρος κυρίως μαθητές Γυμνασίου και λίγοι φοιτητές «παρακολουθούμενοι υπό μωρών περιέργων […]» (εφημερίδα ΕΛΠΙΣ, φύλλο της 12ης Μαΐου 1859). Ως προς τον αριθμό των διαδηλωτών υποστήριζαν ότι αυτός δεν ήταν μεγαλύτερος από λίγες εκατοντάδες.
Οι διαδηλωτές ξεκινώντας από τα Προπύλαια διέσχισαν τις οδούς της πόλεως και κατέληξαν στο υπουργείο των Εσωτερικών. Εκεί αντιπροσωπεία τους απαίτησε από τον υπουργό Κωνσταντίνο Προβελέγγιο την παύση του αστυνομικού διευθυντή Αθηνών, ο οποίος ήταν υπεύθυνος για την επίθεση που δέχτηκαν οι μαθητές και οι φοιτητές από τις αστυνομικές δυνάμεις την προηγούμενη ημέρα. Η απάντηση του υπουργού ότι το θέμα θα εξεταζόταν δεν ικανοποίησε τους συγκεντρωμένους που ζήτησαν ακρόαση από τον Όθωνα. Ο βασιλιάς όμως αρνήθηκε να δεχθεί αντιπροσωπεία τους, προβάλλοντας διάφορες δικαιολογίες. Το γεγονός αυτό ερέθισε περισσότερο τα πνεύματα. Ο κόσμος επέστρεψε στο Πανεπιστήμιο. Εκεί ο πρύτανης προσπάθησε να πείσει τους σπουδαστές να αποχωριστούν από τα «ετερογενή» λαϊκά στοιχεία, αυτοί όμως του απάντησαν: « Ο λαός αυτός είναι αδελφός μας και ημείς είμεθα τέκνα αυτού» (εφημερίδα ΑΘΗΝΑ, φύλλο της 13ης Μαΐου 1859).
Καθώς η συγκέντρωση άρχισε να εκτραχύνεται, ο φρούραρχος Αθηνών Μιχαήλ Σούτσος, επικεφαλής μεγάλης στρατιωτικής δύναμης, διέλυσε το πλήθος εισβάλοντας στο χώρο του Πανεπιστημίου. Κατά τη στρατιωτική αυτή επιχείρηση τραυματίστηκαν πολλοί και συνελήφθησαν 38 διαδηλωτές, κυρίως μαθητές και φοιτητές. (Βούλευμα του Συμβουλίου των εν Αθήναις Πλημμελειοδικών της 23ης Μαΐου 1859).
Ο υπουργός Παιδείας Χαράλαμπος Χριστόπουλος, φοβούμενος αναζωπύρωση των επεισοδίων κατά τις επόμενες μέρες, αποφάσισε τη διακοπή των μαθημάτων και την εγκατάσταση στο Πανεπιστήμιο στρατιωτικής φρουράς. Η απόφαση αυτή προκάλεσε τις διαμαρτυρίες της αντιπολίτευσης. Σε συζήτηση στη Γερουσία ο γερουσιαστής Δ. Χρηστίδης αποδοκίμασε τα αυταρχικά κυβερνητικά μέτρα, μιλώντας για έφοδο του στρατού «κατά του ασύλου των επιστημών». «Αυτά τα σκηνώματα της παιδείας ως και εκείνα της Θρησκείας», είπε, «εθεωρήθησαν πανταχού ιερά άσυλα και ποτέ η ένοπλος δύναμις δεν συγχωρείται να εισβάλη εις αυτά, διά να πολεμήση μάλιστα παιδάρια. Δεν ήσαν έπειτα εν τω Πανεπιστημίω ούτε όπλα, ούτε ράβδοι, ούτε πέτραι. Και ποίον λόγον είχον τότε να διατάξωσι κατά των αθώων τούτων όντων την στρατιωτικήν έφοδον;» Η εγκατάσταση στρατιωτικής φρουράς στο Πανεπιστήμιο προκάλεσε δυσφορία και στις πανεπιστημιακές αρχές, όμως η Σύγκλητος υποχρεώθηκε να πειθαρχήσει στην υπουργική απόφαση χορηγώντας καταλύματα μέσα στο Πανεπιστήμιο για 30 στρατιώτες. Το στρατιωτικό απόσπασμα παρέμεινε εκεί τέσσερις μέρες (ως τις 16 Μαΐου).
Κάτω από την πίεση της νεολαίας η κυβέρνηση του Αθ. Μιαούλη απομάκρυνε τον διευθυντή της Αστυνομίας Δημητριάδη και αντικατέστησε, κατά τον κυβερνητικό ανασχηματισμό που έγινε στις 29 Μαΐου 1859, τους υπουργούς Εσωτερικών και Παιδείας Κ. Προβελέγγιο και Χ. Χριστόπουλο, καταλογίζοντάς τους ουσιαστικά ευθύνες για τους χειρισμούς τους κατά τα «Σκιαδικά».
Οι φοιτητικές και μαθητικές αυτές εκδηλώσεις θεωρούνται από τους περισσότερους ιστορικούς του 19ου αιώνα (Τρύφωνα Ευαγγελίδη, Επαμεινώνδα Κυριακίδη, Γιάννη Κορδάτο κ. ά.) ως το «βάπτισμα του πυρός» της ελληνικής δημοκρατικής νεολαίας στον αγώνα για την εμπέδωση των συνταγματικών ελευθεριών στη χώρα μας. Ακολούθησαν κι άλλες κινητοποιήσεις των νέων και τελικά τον Οκτώβριο του 1862 καταλύθηκε η δυναστεία των Wittelsbach με την έξωση του Όθωνα. Δυστυχώς όμως οι προστάτιδες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) όρισαν ως νέο βασιλιά της Ελλάδας τον Γεώργιο Α΄ κι έτσι εγκαθιδρύθηκε η δυναστεία των Γκλύξμπουργκ, που τόσα δεινά προκάλεσε στον ελληνικό λαό.
*Για τη σύνθεση του κειμένου άντλησα σημαντικό υλικό και από το «Ιστορικό Αρχείο της Ελληνικής Νεολαίας».
Πηγή: Χρονοντούλαπο
Παύλου Παπανότη, συνταξιούχου εκπαιδευτικού.
Σχολιάστε