Θουκυδίδης, Αρχίδαμος ο 2ος και τα διαχρονικά παιδευτικά αδιέξοδα
Posted by Πετροβούβαλος στο 19 Οκτωβρίου, 2014
Το διδακτικό μεγαλείο του Θουκυδίδη
Ο 2ος Πελοποννησιακός Πόλεμος, που μαινόταν μεταξύ 431 και 404 π.Χ. ερήμωσε την Ελλάδα, και την καθυπόταξε σε εχθρούς και προδότες, στην εποχή που η συγκεντρωμένη της ισχύς, ήταν ικανή να αναδείξει και να εξελίξει στο ζωτικό κέντρο των ιστορικών εξελίξεων της ανθρωπότητος τον λαμπρότερο πολιτισμό όλων των εποχών. Η γεωγραφική έκταση στην οποία δρούσαν συστηματικά, αποικούσαν ή επηρρέαζαν ισχυρά οι Έλληνες κατά το ξέσπασμα του πολέμου, εκτεινόταν αποδεδειγμένα, από τις «Ηράκλειες Στήλες» εώς τον Εύξεινο Πόντο.
Στην ομιλία του Βασιλέως Αρχιδάμου του 2ου προς το συμβούλιο των Σπαρτιατών αρχόντων (ακολουθεί στο παρόν άρθρο), όπως και σε πλήθος άλλων αποσπασμάτων της Ιστορίας του Θουκυδίδη, έχουν αποκαλυφθεί και πολυ – μελετηθεί θεμελιώδεις αρχές της σύγχρονης επιστήμης της Κυβερνητικής, της «Θεωρίας Παιγνίων» και πλήθους άλλων καθιερωμένων και κυριαρχικών ακαδημαϊκών επινοημάτων, εμπνευσμένων και διατυπωμένων έπειτα από «ωκεανούς χρόνου». Οι εμπνευστές τους και οι μελετητές τους, είχαν (και συνεχίζουν να έχουν) το ισχυρότατο πλεονέκτημα πληθώρας καταγεγραμμένης ιστορικής εμπειρίας. (Και βέβαια, η σύγχρονη ιστορία είναι γραμμένη και μελετημένη υπό την αθάνατη «Θουκυδιδειο» διδασκαλία και μέθοδο).
Κι όμως, παρά τα εξελιγμένα σύγχρονα μαθηματικά, τα εφαρμοσμένα πρότυπα και τα πανίσχυρα σύγχρονα αναλυτικά εργαλεία, η ανθρώπινη ιστορία κάνει αέναους «κύκλους» γύρω από την κατά Θουκυδίδη «ανθρώπινη φύση». Η γνώση μεταδίδεται με τρόπους αναποτελεσματικούς και καταλήγει να ερμηνεύεται, κατά κανόνα, υπό το πρίσμα της ανθρώπινης απληστείας, του εγωκεντρισμού και της αλαζονείας. Τα μεγάλα κέντρα ισχύος, όπως λ.χ. οι αυτοκρατορίες, αναδύονται, συρικνώνονται και καταρρέουν με μία επαναληπτική μονοτονία που, εξ αποστάσεως, καταντά βαρετή.
Η «επαφή με την πραγματικότητα», εν τη ευρεία της έννοια, κι εφ’ όσον σκοπεύει προς το «κοινό καλό» μέσω της τριβής με τις πραγματικές συνθήκες, της λογικής, των δίκαιων συμβιβασμών, της επιλύσεως αδικιών, των καινοτομιών κλπ., είναι η κύρια δημιουργός δύναμη των κέντρων ανθρώπινης ισχύος, των αυτοκρατοριών και των ανθρώπινων πολιτισμών. Κι αυτή η πολύτιμη «επαφή», είναι αυτό ακριβώς το στοιχείο που «πετιέται στα σκουπίδια», αμέσως μόλις επιτευχθεί σημαντική ανθρώπινη κυριαρχία. Οι αυτοκρατορίες καταρρέουν πρωτίστως από παράγοντες ενδογενείς.
Η ιστορική εμπειρία είναι αδυσώπητη: Οι δημιουργοί της ισχύος, ρέπουν με την πάροδο των ετών προς την αλλαζονεία της ισχύος και, ακόμα χειρότερα, οι κληρονόμοι της ισχύος είναι κατά κανόνα, επιρρεπέστατοι στην περιφρόνηση της πραγματικότητoς και στην υψιπέτεια μίας συναισθήσεως «ανωτερότητoς» που στο βάθος της, υποκρύπτει ένα ψυχοβόρο σύμπλεγμα: Τη βαθύτερη επίγνωση των κληρονόμων, της ίδιας τους την αναξιότητος, καθώς ούτε δημιούργησαν την κληρονομημένη τους ισχύ, ούτε δύνανται να αντιληφθούν τη φύση και την αξία της. Κατά κανόνα, οι κληρονόμοι της ισχύος, είναι (και το διαισθάνονται), ισχυροί κατά τύχην και όχι λόγω της προσωπικής τους αξίας, εξαναγκασμένοι να κοιτούν τους ανίσχυρους ως «κατώτερους», δηλαδή από το «πουθενά» μίας ψευδούς «ανωτερότητος». Αυτό το «πουθενά», είναι ο καταστροφέας της επιγνώσεως της πραγματικότητος. Εκεί, στο πλέον ευνοϊκό γι αυτά περιβάλλον, καλλιεργούνται τα «άνθη του κακού» των ανθρώπινων πολιτισμών.
Με την πάροδο του χρόνου, αποδεικνύεται σχεδόν πάντα, πως, ασχέτως αρχικών προθέσεων και συνθηκών, κάθε επικυριαρχία που επιτυγχάνεται τείνει προοδευτικά προς τον αυτοσκοπό – όχι προς το «κοινό καλό». Αν υπάρχει τρόπος να διδαχθούμε κάτι από την ιστορία, ίσως θα πρέπει να κατανοήσουμε πρώτα απ’ όλα πως, οι βασικές αρχές της ιστορικής γνώσεως ΔΕΝ βρίσκονται στα προχωρημένα κυβερνητικά «εργαλεία» της κάθε εποχής. Βρίσκονται στην ανάγνωση και στην προσπάθεια κατανοήσεως της εμπειρίας και του λόγου των σοφών της ανθρωπότητος, χωρίς υποσημειώσεις, περισπούδαστες επεξηγήσεις και προσαρμογή των μηνυμάτων τους στην «ερμηνεία» του οποιοδήποτε συστήματος κληρονομικής ισχύος. Οι αναλύσεις και οι προχωρημένες εφαρμογές, είναι εργαλεία τόσο αποτελεσματικά, όσο περισσότερο υποτάσσονται στη βαθιά και αληθινή κατανόηση εκείνου που «θέλει να πει ο ποιητής». Κι αυτή η ιεραρχία, είναι κάτι που οφείλεται να ενσωματωθεί στους μηχανισμούς μίας αληθινά Εθνικής Παιδείας.
Ιδανικά, οι Έλληνες σοφοί, απαλλαγμένοι από σοφιστείες και «ερμηνείες», θα διδασκόταν πρώτα απ’ όλα στα σπίτια, από τους αγαπημένους παραμυθάδες μίας ιδανικής παιδικής ηλικίας, τους παππούδες και τις γιαγιάδες μας. Ιδανικά, θα διδασκόταν στα σχολεία, από δασκάλους εξαιρετικά και αποδεδειγμένα εξειδικευμένους στο αντικείμενο. Η αληθινή τους διδασκαλία, θα ήταν αντικείμενο συνεχούς αναζητήσεως. Θα υπενθυμιζόταν ως ζητούμενο και θα αναλυόταν συνεχώς σε πανεπιστήμια, οργανισμούς και επιχειρήσεις. Θα προβαλλόταν σε κάθε ευκαιρία, και θα αποτελούσε τη βάση μελέτης στις σχολές διπλωματίας, γεωπολιτικής, γεωστρατηγικής και οικονομίας. Θα διδασκόταν από Έλληνες που θα είχαν πάντοτε κατά νού τη σοφή ρήση του Θουκυδίδη, δια στόματος Αρχιδάμου του 2ου:
«…εὔβουλοι δὲ ἀμαθέστερον τῶν νόμων τῆς ὑπεροψίας παιδευόμενοι καὶ ξὺν χαλεπότητι σωφρονέστερον ἢ ὥστε αὐτῶν ἀνηκουστεῖν…«
(Έχομε ευνομία επειδή η ανατροφή μας δεν είναι εκλεπτυσμένη ώστε να μας οδηγή στο να περιφρονούμε τους νόμους. Είναι όσο χρειάζεται σκληρή για να μας κάνη να τους σεβόμαστε)
.
Το ιστορικό χρονικό πριν το ξέσπασμα του 2ου Πελοποννησιακού Πολέμου
Τον 5ο π.Χ. αιώνα, η Επίδαμνος, το σημερινό Δυρράχιο στη Βόρειο Ήπειρο, ήταν Ελληνική αποικία της Κέρκυρας που ήκμασε εμπορικά, τόσο ώστε να κατορθώσει να απαλλαγεί από τη μητροπολιτική κηδεμονία. Αντιμετώπισε όμως έντονες πολιτικές διαμάχες στο εσωτερικό της και τριβές με τις ντόπιες βάρβαρες Ιλλυρικές φυλές που κατοικούσαν πλησίον της. Στα 435 π.Χ. μία δημοκρατική επανάσταση εξόρισε τους ολιγαρχικούς άρχοντες της πόλεως. Εκείνοι, συμμάχησαν με τους βαρβάρους γείτονές τους και ξεκίνησαν ληστρικές επιδρομές εναντίον της Επιδάμνου από στεριά και θάλασσα. Οι Επιδάμνιοι, αντιμετωπίζοντας τον κίνδυνο της καταστροφής τους, αποτάνθηκαν στα 433 π.Χ. στους Κερκυραίους, ικετεύοντάς τους να μεσολαβήσουν ώστε να επέλθει συμβιβασμός με τους ολιγαρχικούς και ειρήνη με τους βαρβάρους. Οι Κερκυραίοι αρνήθηκαν κάθε ανάμιξη, εγκαταλείποντας την παλαιά αποικία τους (και εμπορική τους ανταγωνίστρια) στην τύχη της.
Η Κέρκυρα εκείνης της εποχής, ήταν με τη σειρά της παλαιά αποικία της Κορίνθου. Είχε εξελιχθεί σε ισχυρή ναυτική δύναμη και ευημερούσε, κυρίως λόγω του εμπορίου που διεξήγαγε μεταξύ της Ελλάδος και των πόλεων της Κάτω Ιταλίας και της Σικελίας. Οι σχέσεις της με την μητροπολιτική Κόρινθο, που ήταν επίσης ισχυρή ναυτική δύναμη, είχαν εκφυλισθεί κι αυτές σε εμπορικό ανταγωνισμό. Οι σχέσεις μεταξύ Κέρκυρας και Κορίνθου ήταν πανομοιότυπες με τις σχέσεις μεταξύ Επιδάμνου και Κέρκυρας, οι βασικές τους διαφορές καθοριζόταν μόνο από τις παραμέτρους της σχετικής ισχύος των τριών Πόλεων.
Οι Επιδάμνιοι, απελπισμένοι από τη συμπεριφορά των Κερκυραίων, ζήτησαν και απέσπασαν την προστασία των Κορινθίων, με αντάλλαγμα την υποταγή τους σ’ εκείνους. Τότε, η Κέρκυρα απαίτησε ζηλόφθονα τα μητροπολιτικά της δικαιώματα και ήρθε σε ανοιχτή ρήξη με την Κόρινθο, απαιτώντας από τους Επιδάμνιους να δεχθούν την παλαιά τους αριστοκρατία και να εκδιώξουν τους Κορινθίους. Οι Επιδάμνιοι αρνήθηκαν, κι έπειτα από ναυμαχία σε συμμαχία με τους Κορινθίους, ηττήθηκαν από τους Κερκυραίους. Η Επίδαμνος κατελήφθη και οι Κερκυραίοι κυριάρχησαν στο Ιόνιο Πέλαγος, ρημάζοντας τους συμμάχους της Κορίνθου στην περιοχή.
Οι ηττημένοι Κορίνθιοι προετοιμάσθηκαν εντατικά και επανήλθαν περιοδικά στο Ιόνιο Πέλαγος με ισχυρό στόλο και στρατό. Οι Κερκυραίοι, διαβλέποντας το πιθανό κόστος της επικείμενης συρράξεως, ζήτησαν τη βοήθεια των Αθηναίων, επικαλούμενοι το κοινό τους συμφέρον της αποδυναμώσεως των (κοινών θαλάσσιων ανταγωνιστών τους) Κορινθίων. Οι Κορίνθιοι απαίτησαν από τους Αθηναίους να μην παρέμβουν στη διαμάχη τους με την Κέρκυρα, καθώς έτσι, θα παραβιαζόταν οι όροι των «Τριακοντούτων Σπονδών», της 30ετούς συνθήκης ειρήνης που συμφωνήθηκε μεταξύ της Πελοποννησιακής Συμμαχίας και της 2ης Αθηναϊκής Συμμαχίας στα 445 π.Χ. και που τερμάτισε τον 1ο Πελοποννησιακό Πόλεμο. Οι Αθηναίοι, διαβλέποντας μία πειστική αφορμή για να επεκτείνουν την ισχύ τους εις βάρος της Κορίνθου και της Πελοποννησιακής Συμμαχίας, προφασίσθηκαν πως αποστέλοντας «αμυντικό στόλο» στην περιοχή, δεν παραβίαζαν τους όρους της συνθήκης. Η ναυμαχία που ακολούθησε, μεταξύ των Κορινθίων και του συνασπισμού Αθηναίων – Κερκυραίων, δεν ανέδειξε ξεκάθαρο νικήτή, ανέδειξε όμως, σαφέστατη, την έλειψη σεβασμού των Αθηναίων προς τη συμφωνία τους με τους Πελοποννησίους.
Οι «Τριακοντούτεις Σπονδαί», παραβιάσθηκαν ανοικτά, στην Χαλκιδική, στα 432 π.Χ. Η πόλις Ποτίδαια (σημερινή Νέα Ποτίδαια), παλαιά αποικία της Κορίνθου που ανήκε πλέον στη Β’ Αθηναϊκή Συμμαχία, απειλήθηκε από την καχύποπτη Αθήνα, καθώς οι δεσμοί των Ποτιδαιατών με τους Κορινθίους παρέμεναν ισχυροί. Οι Ποτιδαιάτες, εξασφάλισαν την υπόσχεση των μελών της Πελοποννησιακής Συμμαχίας για υποστήριξη, στην περίπτωση επιθέσεως των Αθηναίων. Η πόλις εξεγέρθηκε μαζί με άλλες πόλεις της περιοχής, με αποτέλεσμα οι Αθηναίοι να αποστείλουν στόλο και στρατό με στόχο την καταστολή της εξεγέρσεως. Έπειτα από μάχες, πολιορκίες, καταστροφές και αλλαγές συμμαχιών στην ευρύτερη περιοχή της Χαλκιδικής, ακολούθησε, έξω από τα τείχη της Ποτίδαιας, μάχη μεταξύ Αθηναίων και Κορινθίων που είχαν αποσταλεί εσπευσμένα εκεί προκειμένου να υπερασπιστούν την παλαιά τους αποικία. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, οι «Τριακοντούτεις Σπονδαί» αποτελούσαν πλέον παρελθόν. Η μάχη κατέληξε σε πολιορκία της Ποτίδαιας με σαφώς διαφαινόμενη την επικράτηση των Αθηναίων.
Διαρκούσης της πολιορκίας της Ποτίδαιας, συνεκλήθη, με πρωτοβουλία της Κορίνθου, το Συμβούλιο της Πελοποννησιακής Συμμαχίας στη Σπάρτη. Εκεί, οι σύμμαχοι εξέθεσαν τα παράπονά τους για την αδράνεια της Σπάρτης σε πολλές περιπτώσεις Αθηναϊκών αυθαιρεσιών και την κάλεσαν να επιτεθεί, επιτέλους, στην Αθήνα, τηρώντας τη δέσμευσή της στη Συμμαχία. Συγχρόνως, εκφράσθηκαν σοβαρά παράπονα εναντίον της Αθήνας από ανεπίσημους απεσταλμένους καταπιεσμένων πόλεων – μελών της Β’ Αθηναϊκής Συμμαχίας.
Πρεσβευτές της Αθήνας που βρισκόταν για άσχετους λόγους στη Σπάρτη, ζήτησαν και επέτυχαν να παραστούν στο Συμβούλιο, όπου, επικαλούμενοι τον πρωταγωνιστικό τους ρόλο στα πεπραγμένα του τελευταίου Μηδικού Πολέμου, επέδειξαν αλαζονεία και ασέβεια προς όλους σχεδόν τους Έλληνες, και απείλησαν ουσιαστικά τη Σπάρτη με την ισχύ τους. Ωστόσο, πρότειναν να επιλυθεί το ζήτημα σε διαιτησία, σύμφωνα με τους όρους των «Τριακοντούτων Σπονδών».
Έχοντας ακούσει και τις δύο πλευρές, οι Σπαρτιάτες άρχοντες απομάκρυναν όλους τους ξένους από το Συμβούλιο και συσκέφθηκαν μόνοι τους προκειμένου να αποφασίσουν το τι θα πράξουν. Πρώτος μίλησε ο Σπαρτιάτης Βασιλεύς Αρχίδαμος ο 2ος, ηγέτης που σύμφωνα με τον Θουκιδίδη εθεωρείτο «συνετός και σώφρων».
.
Η φωνή της σύνεσης και της σωφροσύνης που δεν εισακούσθηκε
Ακολουθεί η ομιλία του Αρχιδάμου του 2ου, αντιγραμμένη από τη «Θουκυδίδου Ιστορία» (μετάφραση Άγγελου Βλάχου, εκδ. Ηριδανός, σελ. 61 – 65).
.
«Λακεδαιμόνιοι!
«Έχω, ο ίδιος, πείρα πολλών πολέμων και βλέπω ότι μεταξύ σας, υπάρχουν πολλοί συνομήλικοί μου που έχουν κι αυτοί αρκετή πείρα ώστε να μην επιθυμούν ν’ αρχίση πόλεμος, όπως, ίσως, θα το ήθελε η πλειονοψηφία, και να μην τον θεωρούν σαν καλό και ακίνδυνο εγχείρημα.
«Αν σκεφθήτε, άλλωστε, με ψυχραιμία, θα αντιληφθήτε ότι ο πόλεμος για τον οποίο, τώρα, συσκέπτεσθε, θα είναι δύσκολος. Απέναντι στους Πελοποννησίους και τους γείτονές μας έχομε αρκετές δυνάμεις και είμαστε σε θέση να ενεργήσωμε ταχύτατα σε όποιο σημείο χρειαστή.
«Έχοντας, όμως, απέναντί μας ανθρώπους που η χώρα τους είναι μακριά, που είναι άριστα προετοιμασμένοι σε όλα και διαθέτουν πλούτο, ιδιωτικό και δημόσιο, και στόλους και ιππικό και όπλα και ανθρώπινες εφεδρείες περισσότερες κ’ έχουν, εκτός απ’ αυτά, συμμάχους που πληρώνουν φόρο, πως μπορούμε, απερίσκεπτα, ν’ αναλάβωμε έναν πόλεμο; Και που θα στηριχθούμε για να τον κηρύξωμε, ενώ είμαστε απροετοίμαστοι;
«Στο ναυτικό μας; Αλλά υστερούμε πολύ απέναντί τους και θα χρειαστή πολύς καιρός για να προετοιμαστούμε και για να μπορέσωμε να τους αντιμετωπίσωμε.
«Στον πλούτο μας; Αλλά σ’ αυτό υστερούμε ακόμα περισσότερο. Ούτε δημόσιο θησαυρό έχομε ούτε είμαστε σε θέση να συνεισφέρωμε απ’ τις ιδιωτικές μας περιουσίες.
«Ίσως κανείς αναθαρρήση με τη σκέψη ότι υπερτερούμε σε οπλισμό και αριθμό ανδρών και θα μπορούμε, έτσι, να λεηλατούμε τη γή τους με συχνές επιδρομές. Αλλά η κυριαρχία τους εκτείνεται σε πολλές περιοχές και θα μπορούν να προμηθεύωνται, από θάλασσα, ό, τι τους χρειάζεται.
«Αν δοκιμάσωμε να υποκινήσωμε τους συμμάχους τους ν’ αποστατήσουν, τότε θα πρέπει να τους βοηθήσωμε με στόλο, αφού οι περισσότεροι είναι νησιώτες.
«Τι είδους πόλεμο, λοιπόν, θα κάνωμε εναντίον τους; Αν δεν αποκτήσωμε την υπεροπλία κατά θάλασσαν και αν δεν τους στερήσουμε τις προσόδους με τις οποίες συντηρούν το ναυτικό τους, τότε εμείς θα παθαίνωμε περισσότερες από εκείνους, συμφορές.
«Και τότε, ούτε έντιμη ειρήνη θα μπορούμε να κάνωμε, και για άλλους λόγους, αλλά και επειδή θα είναι βέβαιο ότι εμείς αρχίσαμε τον πόλεμο. Δεν πρέπει, άλλωστε, να μας παρασύρει η ιδέα ότι ο πόλεμος θα τελειώση γρήγορα, επειδή θα λεηλατήσωμε τη χώρα τους. Αντίθετα, πολύ φοβάμαι, ότι θα κληροδοτήσωμε τον πόλεμο στα παιδιά μας, γιατί είναι απίθανο οι υπερήφανοι Αθηναίοι να υποταγούν για χάρη της γής τους ή να πανικοβληθούν, σαν πρωτόπειροι, εξαιτίας του πολέμου.
«Αυτά όλα δεν σημαίνουν, βέβαια, ότι πρέπει να αδιαφορούμε και ν’ αφήνωμε τους συμμάχους μας να βλάπτωνται χωρίς να καταγγέλωμε τις επιβουλές των Αθηναίων. Εκείνο που σας ζητώ είναι να μην κηρύξωμε ακόμα πόλεμο, αλλά να στέλνωμε πρέσβεις και να διαμαρτυρόμαστε, χωρίς όμως να λέμε φανερά ούτε ότι θα κάνωμε πόλεμο ούτε ότι θ’ ανεχθούμε την κατάσταση.
«Στο μεταξύ θα πρέπει ν’ αρχίσωμε να ετοιμαζόμαστε εξασφαλίζοντας συμμάχους, Έλληνες ή βάρβαρους, από εκείνους που θα μπορούν να μας βοηθήσουν και με ναυτικό και με χρήματα. Κανείς δεν μπορεί να μας κατηγορήση αν, θύματα της επιβουλής των Αθηναίων και για να σωθούμε, επιδιώξωμε συμμαχίες όχι μόνο με Έλληνες, αλλά και με βαρβάρους.
«Θα πρέπει όμως και τους εσωτερικούς μας πόρους να επιστρατεύσωμε. Αν οι Αθηναίοι συμμορφωθούν με τα όσα θα τους πουν οι πρέσβεις μας, τότε τόσο το καλύτερο. Αν όχι, τότε μετά από δύο ή τρία χρόνια θα είμαστε πολύ καλύτερα προετοιμασμένοι για να τους επιτεθούμε, άν τ’ αποφασίσωμε. Και ίσως τότε, βλέποντας την προετοιμασία μας, που θα επιβεβαιώνει τις προθέσεις μας, οι Αθηναίοι θα υποχωρήσουν πιό εύκολα αν η χώρα τους είναι άθικτη.
«Και θα πρέπει ν’ αποφασίσουν, ενώ θ’ απολαμβάνουν αγαθά που θα υπάρχουν ακόμα και δεν θα έχουν γίνει ερείπια.
«Δεν πρέπει να θεωρείτε την γή τους σαν άλλο τι παρά σαν ενέχυρο που κρατείτε, το οποίο είναι τόσο πιό πολύτιμο όσο είναι καλύτερα καλλιεργημένο. Και το ενέχυρο αυτό πρέπει να το προφυλάξετε όσο το δυνατόν περισσότερο και ν’ αποφύγετε να τους σπρώξετε στην απελπισία κάνοντάς τους αδιάλλακτους.
«Γιατί αν ενδώσωμε στην πίεση των συμμάχων μας και καταστρέψωμε την Αττική προτού ετοιμαστούμε για πόλεμο, προσέξτε μήπως οδηγήσωμε την Πελοπόννησο σε μεγαλύτερη ταπείνωση και συμφορά.
«Παράπονα που έχουν ιδιώτες ή πολιτείες μπορούν πάντα να βρουν λύση. Αλλά εάν για τα συμφέροντα μερικών αναλάβωμε όλοι μαζί έναν πόλεμο που κανείς δεν μπορεί να προβλέψη την έκβασή του, δεν θα είναι εύκολο να τον τερματίσωμε κατά τρόπο έντιμο.
«Κανείς ας μη νομίση ότι είναι ανανδρία τόσες πολιτείες να μην επιτίθενται αμέσως εναντίον μιάς πολιτείας. Και οι Αθηναίοι έχουν συμμάχους πολλούς, που πληρώνουν, μάλιστα, φόρο.
«Ο πόλεμος γίνεται λιγότερο με όπλα και περισσότερο με χρήματα τα οποία πρέπει να ξοδεύη κανείς για να είναι πιό αποτελεσματική η πολεμική προσπάθεια, κυρίως όταν μιά ηπειρωτική δύναμη αγωνίζεται εναντίον μιάς ναυτικής.
«Πριν απ’ όλα, λοιπόν, ας βρούμε τ’ αναγκαία χρήμματα κι ας μην παρασυρθούμε πρόωρα από τους λόγους των συμμάχων μας. Αφού εμείς θα έχωμε την μεγαλύτερη ευθύνη για τα όσα καλά ή κακά θα συμβούν, εμείς και πρέπει να τα προβλέψωμε με ηρεμία.
«Όσο για τη βραδύτητα και την αναβλητικότητα για τις οποίες μας κατηγορούν, δεν πρέπει τούτο να μας προκαλή ντροπή, γιατί, αν τώρα βιαστήτε ν’ αρχίσετε τον πόλεμο, θ’ αργήσετε πολύ να τον τελειώσετε, αφού θα είστε απροετοίμαστοι.
«Και επιτέλους, μήπως η πολιτεία μας δεν είναι από πάντα ελεύθερη και δεν χαίρει μεγάλης φήμης; Τούτο είναι απόδειξη μιάς νηφάλιας σωφροσύνης, γιατί μόνοι εμείς δεν γινόμαστε υπερφίαλοι με τις επιτυχίες μας ούτε απελπιζόμαστε με τις αποτυχίες μας. Αν μερικοί προσπαθήσουν, με επαίνους, να μας εξωθήσουν, παρά τη θέλησή μας, σ’ επικίνδυνες περιπέτειες, δεν παρασυρόμαστε από τα ευχάριστα λόγια τους, κι αν θέλουν άλλοι να μας ερεθίσουν κατηγορώντας μας, δεν οργιζόμαστε και δεν αλλάζομε γνώμη.
«Στην ευνομία μας χρωστούμε και την πολεμική μας αρετή και την πολιτική μας σωφροσύνη και τούτο επειδή το αίσθημα της τιμής συνδέεται στενά με την σωφροσύνη και η γεναιότητα με το αίσθημα της ντροπής.
«Έχομε ευνομία επειδή η ανατροφή μας δεν είναι εκλεπτυσμένη ώστε να μας οδηγή στο να περιφρονούμε τους νόμους. Είναι όσο χρειάζεται σκληρή για να μας κάνη να τους σεβόμαστε.
«Δεν είμαστε από εκείνους που επιδίδονται σε περιττά πράγματα και κρίνουν με παχιά μόνο λόγια τις πολεμικές προετοιμασίες του εχθρού, αλλά υστερούν πολύ τη στιγμή της δράσης.
«Πιστεύομε, αντίθετα, πως οι άλλοι είναι εξίσου προνοητικοί όσο και εμείς και ότι τις τροπές της τύχης δεν μπορεί κανείς να τις προβλέψη με την λογική. Πάντα προετοιμαζόμαστε ν’ αντιμετωπίσωμε τους αντιπάλους μας πιστεύοντας πως κι αυτοί ενεργούν με σχέδιο μελετημένο. Πρέπει, λοιπόν, να μην εξαρτούμε τις ελπίδες μας από τα ενδεχόμενα λάθη των εχθρών μας, αλλά από τα κατάλληλα μέτρα που εμείς θα πάρωμε, κι ας νομίζωμε ότι διαφέρει πολύ άνθρωπος από άνθρωπο. Άριστος, όμως, είν’ εκείνος που ανατρέφεται σκληρά και με πειθαρχία.
«Ας μην εγκαταλείψωμε, λοιπόν, όλες αυτές τις αρχές που μας κληροδότησαν οι πατέρες μας, τις οποίες εφαρμόζομε πάντα με όφελος. Ας μη βιαστούμε να πάρωμε σε λίγη ώρα μέσα, μιάν απόφαση που αφορά τόσες ζωές, τόσον πλούτο, τόσες πολιτείες και τόση δόξα, αλλά ας σκεφτούμε ψύχραιμα. Και τούτο μας επιτρέπεται, ακριβώς, επειδή είμαστε ισχυροί.
«Στείλτε πρέσβεις στην Αθήνα και κάνετε παραστάσεις για την Ποτίδαια και για όσα οι σύμμαχοί μας καταγγέλουν ότι παθαίνουν, αφού, μάλιστα, οι Αθηναίοι λένε ότι είναι έτοιμοι να δεχτούν διαιτησία.
«Δεν είναι σωστό να εκστρατεύη κανείς εναντίον εκείνου που δέχεται να κριθή από διαιτητή, σαν να ήταν κιόλας ένοχος.
«Ταυτόχρονα, όμως, να ετοιμάζεστε για πόλεμο. Μιά τέτοια απόφαση είναι η καλύτερη, και η πιό ανησυχητική για τους εχθρούς μας».
.
Επίλογος
Αυτά, είναι τα κατά Θουκυδίδη προηγηθέντα του πλέον καταστροφικού εμφυλίου πολέμου της Αρχαίας Ελλάδος. Αυτός ο πόλεμος, κατέστη αναπόφευκτος εξ αιτίας της αλλαζονείας και της υπεροψίας που προκάλεσε στην πόλη της Αθήνας (του αποκαλούμενου «Χρυσού Αιώνος») η ίδια της η ισχύς. Ο τρόμος που προκάλεσε η Αθηναϊκή αλλαζονεία στους Σπαρτιάτες, πλην ενός, του Βασιλέως τους, είναι η παράμετρος που πυροδότησε την καταστροφή της Ελλάδος. Αν και είναι αρεστό και βολικό το να «ερμηνεύεται» η ιστορία του 2ου Πελοποννησιακού Πολέμου υπό την οπτική γωνία «ερμηνευτών» εθισμένων στον κυνισμό, που επιλέγουν ως αντιπροσωπευτικά της σκέψεως του Θουκυδιδη «βολικά» αποσπάσματα (όπως ο τελευταίος λόγος του Περικλή), αυτός που «εθεωρείτο συνετός και σώφρων» από τον ίδιο τον Θουκυδίδη είναι μάλλον ο Σπαρτιάτης Βασιλεύς Αρχίδαμος ο 2ος.
.
Πετροβούβαλος/Αβέρωφ
Εικόνα: «Μελαγχολία», χαρακτικό έργο του Wiki
από τη
Σχολιάστε