Η ΜΑΧΗ ΣΤΗΝ ΓΡΑΝΑ (Αὔγουστος,1821),μέσα ἀπό δυό διαφορετικές ἀφηγήσεις
Posted by ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ στο 12 Αυγούστου, 2014
Απομνημονεύματα Θεοδώρου Κολοκοτρώνη
«Μία ημέρα έμαθα από έναν Έλληνα, ότι ο Κιαμίλμπεης ετοιμάζεται μέ μιά τριακοσαριά ή πεντακοσαριά διά νά υπάγη εις τήν Κόρινθο καί έμελλε ν’ απεράση από τό Μύτικα. Εγώ σάν τό άκουσα αυτό (μόλον ότι ήτον ψεύμα), εγνοιάσθηκα καί επήρα 10 καβαλαραίους καί επήγα εις τό Μύτικα διά νά ιδώ τό στράτευμα καί αντί διακόσιους Τριπολιτζόταις οπού είχα διατάξει νά μένουν εκεί δέν ευρήκα παρά τριάντα. Τούς ωμίλησαν μέ τά χαράματα καί ήλθαν καί τούς εμάλωσα διατί ήτον τόσον ολίγοι.
Ο Νταγρές μέ 200 ανθρώπους ήτον εις τά Τζιπιανά καί εις ταίς ράχαις. Τότε τούς έρριξαν μερικά τουφέκια. Εκατέβηκαν καί αυτοί, καί τούς επήρα καί επήγα εις τό χωρίον Λουκά. Έπειτα επήρα τούς 200 τού Νταγρέ καί τούς έβαλα εις τό Μύτικα αντίκρυ εις τήν Καπνίστρα καί έφκιασαν ταμπούρια. Κυττάζω τήν γήν καί ήτον εύκολο νά σκαφθή από τού Μύτικα έως εις τήν πέρα μεριά τής Καπνίστρας, όπου άφηκα τούς στρατιώτας τού Νταγρέ. Ήτον μακριά ένα μίλι καί τό μισό ήτον γράνες αμπελιών, τούς λέγω νά φτιάσωμεν μία γράνα εδώ.
Ο Κεχαϊάς εις τρείς τέσσαρες ημέραις μέ 6000 στράτευμα εβγήκε καί πλακώνει τόν Νταγρέ καί τό χαλάν αυτό τό ορδί. Τού σκότωσαν 27 καί 20 λαβωμένους. Οι τούρκοι δέν είδαν τήν γράνα, διατί ήτον νύκτα, μόνον είδαν τήν άκρην καί είπαν: οι γκιαούριδες σύνορα κάμνουν, μοιράζουν τήν γήν. Ο Νταγρές εκλείσθη εις μία σπηλιά μέ τέσσερεις. Ευθύς σάν ήκουσα τά τουφέκια, εκατάλαβα ότι εκτύπησαν τόν Νταγρέ καί εκίνησα. Ειδοποίησα όλα τά ορδιά τά καρυτινά νά τραβούν κοντά μου καί εγώ εβγήκα μέ τόν αϊουτάντε (υπασπιστή) μου Φωτάκο εις τό Χωματοβούνι, καρσί (αντίκρυ) ς’ τό Μύτικα καί μιά τριακοσαριά, οι ογλιγορώτεροι, τούς έστειλα νά πιάσουν τήν γράνα καί νά πάνε εις βοήθεια τού Νταγρέ.
Οι στρατιώτες οπού είχα στείλει εκτύπησαν τούς τούρκους αποπάνω καί τούς ετζάκισαν καί εγλύτωσαν τόν Νταγρέ. Τό μεγαλήτερο μέρος τού τουρκικού στρατεύματος ευρίσκετο εις τού Λουκά τό χωριό καί εφόρτωναν 600 φορτώματα ζωοτροφίας. Ο Κεχαϊάς έστειλε 300 καβαλαραίους διά νά ‘περάσουν τήν γράνα. Τούς εβάρεσαν οι εδικοί μας καί έπειτα τούς άνοιξαν οι εδικοί μας καί επέρασαν οι 300 τούρκοι, εσκότωσαν 5, λαβεμένοι 10, 15 άλογα. Εγώ εδυνάμωσα τούς Έλληνας. Τότε ξεκινά ο Κεχαϊάς 1000. Οι Έλληνες εδιαμοιράσθηκαν πλάτη μέ πλάτη καί ημείς εκτυπούσαμε τούς τούρκους οπού ήτον από τό ένα μέρος καί τούς τούρκους από τό άλλο μέρος. Τούς εκτύπησαν τούς 1000, εσκότωσαν μιά πενηνταριά απ’ αυτούς καί πολλοί λαβωμένοι.
Έπειτα ήλθε καί τό μεγάλο σώμα τών τούρκων μέ τά φορτώματα έως 600 μουλάρια καί άλογα μέ τούς πεζούς καί καβαλαραίους. Τά φορτώματα τά είχαν εις τήν άκρη. Οι Έλληνες οπού είχα στείλει εις βοήθειαν τού Νταγρέ, τούς έφεραν πολεμώντας από πίσω κατάκαμπα. Κάμνει γιουρούσι καί η περασμένη καβαλαριά καί η απέραστη, σκοτώνουν 80 καβαλαραίους καί όλα τά φορτώματα μένουν εις τήν εξουσία τών Ελλήνων.»
Απομνημονεύματα Κανέλλου Δεληγιάννη
«Κατά τάς αρχάς του Αυγούστου άπηλπισμένοι υπάρχοντες οί τούρκοι έκ της τρομεράς εκείνης πείνας απεφάσισαν και έξήλθον διά νυκτός έκ Τριπολιτσάς, υπέρ τάς τρεις χιλιάδας και άπήλθον αίφνης εις τό χωρίον Λουκά (προτροπή ενός χωρικού του οποίου είχον αίχμάλωτον την οικογένειαν έξ γυναικόπαιδα, όστις τους άνήγγειλεν ότι εκεί είχαν συνάξει τροφάς του στρατοπέδου διά νά άρπάσουν). Φθάσαντες λοιπόν εκεί, ευρέθη ό Κοκώνης μέ 37 στρατιώτας και τούς έκτύπησεν, άλλ’ ολίγοι όντες δεν ήδυνήθησαν νά άνθέξουν και μετ’ όλίγην στιγμήν διεσώθη ό Κοκώνης πολεμών μ’ άλλους επτά εις εν βαθύ σπήλαιον. Οι δε λοιποί εφονεύθηκαν πολεμούντες. Αρπάσαντες λοιπόν όσον αλεύρι, σιτάρι και τυρί ήδυνήθησαν νά σηκώσουν και πέντε αιχμαλώτους, προτού εξημερώση έπανήλθον εις Τριπολιτσάν.
Βλέποντες ήμείς αυτήν τήν τολμηράν έπιδρομήν συνυπακουσθέντες όλοι οί οπλαρχηγοί μετά της Γερουσίας, υπεχρεώσαμεν τον Χριστακόπουλον και τον όπλαρχηγόν της Τριπολιτσάς Κίντζιον, νά συνάξουν όλους τους κατοίκους των χωρίων εκείνου του μέρους μέ πτυάρια και άξίνας, νά κάμωμεν ένα χάνδακα εις τήν θέσιν λεγομένην Μύτικα, τήν στενωτέραν του κάμπου. Ύπήγομεν εκεί, έδιορίσαμεν τό μέρος, τους έδώσαμεν τό σχέδιον μέ ποίον τρόπον νά γίνη και αμέσως έσύναξαν μετά του Β. Χριστακόπουλου υπέρ τους χιλίους άνδρας εργατικούς και εντός μιας εβδομάδος τον έκαμαν έτοιμον και όχυρώτερον άπ΄ ό,τι ήλπίζαμεν, τον όποίον ώνομάσαμεν Γράναν και κατέστη Ιστορική ονομασία. Έδιορίσαμε λοιπόν διαρκείς φύλακας και υπήγαινον όλας τάς νύκτας και έφύλαττον, ώστε αν άπεράσουν οί τούρκοι, νά μας ειδοποιούν αμέσως.
Τήν πέμπτην ήμέραν μάς ειδοποιούν κατεπειγόντως, ότι υπέρ τάς οκτώ χιλιάδας τούρκοι, ιππείς τε και πεζοί, ως έγγιστα, μ’ όσα φορτηγά ζώα έμενον ως τότε εις τήν Τριπολιτσάν, έξήλθον μετά τό εσπέρας και φθάσαντες εις τό άνατολικόν μέρος της Γράνας εκείνης άπέρασαν εις τό άκρον συσσωματωμένοι καί άπό τήν πληθύν των ζώων και από τό σκότος (επειδή ήτον άσέληνος) δεν είδον μήτε εννόησαν ότι ύπήρχεν έκεί γράνα, και διευθύνθησαν εις τά χωρία Τζιπιανά, Σάγκα, Κακούρι καί λοιπά, διά νά άρπάσουν τροφάς, τάς οποίας είχομεν συνηγμένας έκεί διά τό στρατόπεδον. Φθάσαντες έκεί και μή υπαρχούσης ουδεμιάς αντιστάσεως τάς έσύναξαν όλας, όλην έκείνην τήν νύκτα, καί δύο ώρας πριν άνατείλη ό ήλιος έξεκίνησαν εκείθεν καταφορτωμένοι νά επιστρέψουν εις Τριπολιτσάν.
Προ του μεσονυκτίου μας ειδοποίησαν αί φυλακαί την εκείθεν διάβασιν των τούρκων και αμέσως άνεχώρησεν ό αδελφός μου Δημητράκης μέ τον Κίντζιον μέ έπέκεινα τών χιλίων εξακοσίων και φθάσαντες κατέλαβον την Γράναν και οχυρώθηκαν καλώς και έπερίμενον την έπιστροφήν τών τούρκων. Προτού εξημερώση ειδοποίησα όλους τους οπλαρχηγούς του στρατοπέδου δια νά είναι έτοιμοι διά την προσεγγίζουσαν μάχην.
΄Οθεν προ της ανατολής του ηλίου έφθασεν ή εμπροσθοφυλακή τών τούρκων εις την Γράναν 500 ιππείς και χίλιοι πεζοί. Συγχρόνως έξήλθον καί έκ τής Τριπολιτσάς άπαντες οι δυνάμενοι νά φέρουν όπλα από τήν θύραν του Μισθρός, του Λεονταρίου και τής Καρύταινας καί ήρχισαν νά συγκρούωνται μέ διάφορα Ελληνικά στρατιωτικά σώματα νά έμπορέσουν νά φέρουν άντιπερισπασμόν νά μην δυνηθούν όλα τά σώματα νά τρέξουν επικουρία εις τήν Γράναν. ΄Ωστε ή μάχη έγενικεύθη άπό τό εν άκρον του στρατοπέδου έως τό άλλο και οί κανονοβολισμοί καί τουφεκοβολισμοί ακατάπαυστοι. Εγώ δέ άμα είδοποιήθην ότι έφθασεν ή τουρκική εμπροσθοφυλακή εις τήν Γράναν, παραλαβών όλους ανεξαιρέτως τους έναπολειφθέντας στρατιώτας μας υπέρ τους 600 καί έπέκεινα τών 300 άπό του Παπατσώνη, τό όλον 1.000 έγγιστα, έτρεξα δρομαίως καί έφθασα εκεί προτού φθάση τό κέντρο τών τούρκων καί κατέλαβον τήν άριστεράν πτέρυγαν προς τό μέρος του Μπεντενακίου, καί ένωθέντες μετά του αδελφού μου και Κίντζιου άπετελέσαμεν ίσχυράν τήν άμυναν. Προτού φθάσω έγώ, έφώρμησεν ή εμπροσθοφυλακή τών τούρκων άπαξ, δις καί τρις νά άπεράση τήν Γράναν άλλ’ εύρεν τοσαύτην καί τοιαύτην άντίκρουσιν, ώστε δεν ήδυνήθη νά προχωρήση ούδ’ έν βήμα καί ώπισθοπόρησε.΄Αμα δέ έφθασε καί τό κέντρον καί ή οπισθοφυλακή έκαμαν δύο καί τρεις απόπειρας διαβάσεως, άλλ’ ίδόντες προφανή τήν καταστροφήν τους, απεφάσισαν καί εξεφόρτωσαν όλα τά ζώα τα όποία είχον φορτωμένας τροφάς· βλέποντες δέ και ημείς την μανίαν καί άπελπισίαν, ην είχον ν’ άπεράσουν και δια να μην χάσωμεν πολλούς στρατιώτας εις τοιαύτην συμπλοκήν, διετάξαμεν τούς στρατιώτας καί άπεσύρθησαν από την δεξιάν πλευράν καί τους άνοίξαμεν μικράν τινα δίοδον καί ούτως έφορμήσαντες τυφλοίς όμμασι ήναψεν ό τουφεκοβολισμός, αί φωνές, αί κραυγαί καί ό κονιορτός είς την Γράναν εκείνην καί ουδείς έβλεπεν ή ήκουε τί έγίνετο από τό άκατάπαυστον πύρ μήτ’ ήδύνατο να διακρίνη την νίκην ένεκα του πυκνού καπνού καί τού κονιορτού.
Αλλά μετά παρέλευσιν μιάς σχεδόν ώρας συμπλοκής τρομεράς καί καταπλητικής διέβησαν όσοι έμειναν ζώντες άνευ τροφών καί φορτηγών ζώων ήμιθανείς καί φθάσαντες εις του Μαντζαγρά καί άνταμωθέντες μέ τους έκ Τριπολιτσάς εξελθόντες εισήλθον έντρομοι καί εις τελείαν άπόγνωσιν.
Ο δέ Κολοκοτρώνης άμα είδοποιήθη παρ’ ημών την έκ της Γράνας διάβασιν τών τούρκων παραλαβών 150, ώς έγγιστα, στρατιώτας Ιππείς τε καί πεζούς ύπήγε την πρωίαν εκείνην καί έστάθη άνωθεν του χωρίου Μπετενάκι, ήμισείαν ώραν περίπου μακράν της Γράνας εις εν ύψηλόν λοφίδιον να βλέπη μέ τό κιάλι, (ώς έλεγε τότε), τά κινήματα τών έχθρών άπλούς θεατής, χωρίς νά κατέβη κάτω ούδ’ έν βήμα νά δώση μικράν τινα έπικουρίαν, ούδ’ έλαβε μέρος είς εκείνην την τρομερήν καί άπελπιστικήν μάχην. Άλλ’ ήδη οί αναιδείς καί αισχροί κόλακες προσπαθούν είς τάς ψευδοϊστορίας τής Χαλιμάς μέ τάς δάφνας τής νίκης εκείνης νά τον στολίσουν, τήν οποίαν ούτε αμέσως ούτε εμμέσως έλαβε μικρόν τι μέρος. Καί εάν έζούσεν ήθελε έντραπή.
Βεβαίως καί αυτός καί ήθελεν εξυβρίσει τούς τοιούτους αναίσχυντους συκοφάντας του, οίτινες τον ονομάζουν καί άνθρωπον τής Επαναστάσεως καί γενικόν άρχηγόν τής εποχής εκείνης, καί ότι αυτός διέταττε τότε όλους τούς αρχηγούς τής Πελοποννήσου!»
oxtapus said
Reblogged this on Oxtapus *blueAction.