ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ – Περί Δωρεάς, Ελεημοσύνης και Λοιπών Προσφορών…
Posted by Φαίη στο 8 Αυγούστου, 2014
Όταν ο Χριστοφόρος βρέθηκε στη Ζαχλωρού και πήρε πάλι ολομόναχος το δρόμο για τα Καλάβρυτα, ένιωθε ολότελα αλλαγμένος.
Προσπαθούσε να ταχτοποιήσει στο μυαλό του όσα σπουδαία είχε γνωρίσει και πάσχιζε να μην ξεχάσει το παραμικρό.
Ωστόσο είχε πάρει την απόφαση να γυρίσει στην Κοίμηση της Θεοτόκου, που είχε θεμελιώσει με τα ίδια του τα χέρια, να την τελειώσει, κι έχοντας πια κάμει το τάμα του, να κανονίσει την πορεία του κατά τα λόγια και τις ορμήνιες του Κοσμά Φλαμιάτου… Η ψυχή του ήταν πρόσχαρη κι έτοιμη για όλα και μόνο όταν κουραζόταν, ο νούς έτρεχε θλιμμένος στο κακότυχο ζωντανό που τ’ αρπάξανε μέσα από τα χέρια του και που τούχε την τρυφεράδα όπου έχει ένας πατέρας στο παιδί του.
– Το φτωχό το ζωντανό, συλλογιόταν, ο Θεός να μου το φυλάει απ’ την αγριότη τ’ ανθρώπου…
Κι επειδή είχε καταλάβει, πως όποιος μπει στη δούλεψη του Κυρίου, δεν μπορεί να έχει την καρδιά του δεμένη με κανένα άλλο πλάσμα, η μόνη του ελπίδα ήτανε να μπει αυτό το ζω στη δούλεψη αγαθού ανθρώπου, που να μοιράζεται το δύσκολο ριζικό του και να ‘χει συμπόνια για το φτωχό τετράποδο.
Για να γυρίσει όμως στην Κοίμηση και να τελειώσει τ’ αρχινισμένο χτίσμα του, έπρεπε να μάσει όσα ακόμα χρειαζόταν. Γι’ αυτό πήγαινε στα Καλάβρυτα. Εκεί είχε παλιές γνωριμίες, ανθρώπους που είχε βοηθήσει, ένα δύο βαφτισιμιά κι απ’ αυτούς λογάριαζε να ζητήσει βοήθεια.
Ύστερα ένιωθε πως αν έκανε το τάμα του, θα ξεκούραζε λίγο το πνεύμα του, θα ταχτοποιούσε τα σχέδιά του και θα περίμενε το μήνυμα του Φλαμιάτου. Κι ο Ιγνάτιος τον είχε τονώσει να τελειώσει το μοναστήρι και πριν απ’ όλους η Μεγαλόχαρη είχε φανερώσει το θελημά Της και κανείς δεν μπορούσε να αντιγνωρίσει σε τέτοια προσταγή.
Στα Καλάβρυτα έφτασε απόγιομα και πήγε ολόϊσια στο σπίτι του Βασίλη του Κοϊμού. Στα παλαιότερα χρόνια ανακατευόταν κι αυτός στη χασαπική, αλλά έστηνε τις δουλειές του διαφορετικά απ’ τον άλλο κόσμο… Και πρώτα πρώτα δεν περιοριζόταν σε μία δουλειά, αλλ’ άπλωνε την έγνοια του σε πολλές. Έτσι, χωρίς να πολυδουλεύει, λογαριαζόταν ο πιο καλοστεκούμενος νοικοκύρης στα Καλάβρυτα και λέγανε πως είχε αγορασμένα χτήματα και στο Αίγιο και δύο μαγαζιά στην Πάτρα. Πριν πέντε χρόνια όταν παντρεύτηκε την κόρη του παπα – Λιβαθυνού, έχτισε ένα ευρύχωρο δίπατο σπίτι, που το κρατούσε τώρα η αδερφή της γυναίκας του η Ελένη, μια και είχε την κακοτυχιά να χάσει τη σύντροφό του στην τελευταία γέννα. Η Ελένη ήταν μια καλοφτιαγμένη κοπέλλα, ως τριάντα χρονώ, ορφανή από πατέρα και μάνα, που έμενε πάντα με την αδελφή της τη Βασίλαινα.
Ο Κοϊμός στην αρχή δεν τον γνώρισε, καθώς ήταν με το ράσο και με τον καλογερίστικο σκούφο. Όταν όμως τον κατάλαβε, τον δέχτηκε με εγκάρδια και του ξέκοψε πως όσο καιρό μείνει στα Καλάβρυτα θα κάτσει στο σπίτι του.
Με πολλή περιέργεια πληροφορήθηκε την απόφαση του Χριστοφόρου να καλογερέψει και τούπε:
– Μια και την βαστά η περδικούλα σου την καλογερική, καλά έκαμες. Έτσι θάχω κι ένα φίλο να μεσιτέψει στο Θεό, πούμαι κριματισμένος.
Τούτος ο λόγος ήτανε πιότερο χωρατό και για τούτο ο Χριστοφόρος δεν είχε τι ν’ αποκριθεί. Όταν όμως ο γέροντας ιστόρησε τη φτώχεια του και το σκοπό που τον έφερε στα Καλάβρυτα, ο Βασίλης σώπασε, συλλογίστηκε λίγο και είπε:
– Πόσα σου χρειάζουνται;
– Δεν τάχω λογαριάσει.
– Όσο και νάναι χρειάζεσαι και υλικά και ξυλεία και εικονίσματα κι ασημικό και μαραγκοδουλειά κι ένα δυο χτιστάδες και το νοικοκυριό…
– Έτσι λέω και γω είπε ο Χριστοφόρος.
Και καθώς έβλεπε το Βασίλη συλλογισμένο, του ιστόρησε και την κακοτυχία που είχε, να χάσει το ζωντανό του στα Καπίκια.
– Ά το λωποδύτη το Μπάφα. Θα στον κάνω γω να στο φέρει σούρνοντας πίσω το ζωντανό. Είναι χρειαζούμενο στο μοναστήρι.
– Έτσι λέω και γω, αποκρίθη χαρούμενος ο Χριστοφόρος.
Και πως λογαριάζεις να μαζέψεις το χρειαζούμενο χρήμα για το μοναστήρι;
– Ζητιανεύοντας.
– Θα χρειαστείς χρόνια τω χρονώ…
– Τί άλλο μπορώ να κάνω; Ρώτησε ο Χριστοφόρος.
– Μπορώ κάτι να κάνω εγώ.
– Σαν τι;
– Να βάλω όλο το χρειαζόυμενο για την ψυχή της μακαρίτισσας της γυναίκας μου και για να μην αδικοσέρνεσαι στη ζητιανιά.
Ο Χριστόφορος έμεινε σκεφτικός. Μολονότι το φέρσιμο του Κοϊμού μιλούσε στην καρδιά του, δεν συμφωνούσε.
– Το μοναστήρι πρέπει να χτιστεί με το υστέρημα του φτωχού του είπε. Κι άλλος στην Αγιά Παρασκευή έδειξε τέτοια καλή διάθεση, αλλά δεν δέχτηκα. Μπορείς να βοηθήσεις αλλά δεν είναι στα ταξίματά μου, ένας μοναχός άνθρωπος να πάρει απάνω του το βάρος όλου του μοναστηριού. Είναι ένα σωρό άλλα ψυχικά που μπορείς να κάνεις για ανάπαψη της γυναίκας σου.
Ο Βασίλης ήταν από τους διαολεμένους εκείνους ανθρώπους που ξέραν να πετυχαίνουν το σκοπό τους από πολλά μονοπάτια.
– Έχεις δίκιο, του είπε. Σωστά μιλάς και σωστά τα βλέπεις. Μπορεί όμως να γίνει κάτι διαφορετικό. Να μη τα χαρίσω αλλά να στα δανείσω. Έτσι θα τελειώσεις το μοναστήρι γρήγορα και με τελειωμένο μοναστήρι μαζώνεις ευκολώτερα τα λεφτά που θα πρέπει να μου γυρίσεις. Κι η ευκολία γίνεται, κι ο κανόνας που έβαλες να το χτίσεις με το έλεος των φτωχών δεν αλλάζει.
Ο Χριστοφόρος δεν μπορούσε πια ν’ αρνηθεί, χωρίς φόβο να κακοκαρδίσει τον άνθρωπο που τον καλωσόρισε τόσο εγκάρδια. Δέχτηκε λοιπόν την πρόταση, που τούλυνε ένα μεγάλο πρόβλημα και δέχτηκε ακόμη, με μεγάλη χαρά, το τάξιμο του Βασίλη να γλιτώσει το ζωντανό από την κακομεταχείριση του Μπάφα και να το πάρει στο μοναστήρι.
– Θα κάτσεις να φας μαζί μας, είπε ο Βασίλης, κι απέ σούχω μια κάμαρη να ξεκουραστείς για να τελειώσουμε το πρωί τη δουλειά του μοναστηριού.
Αφού κοιμήσανε τα παιδιά, κάθησαν στο τραπέζι και η Ελένη τους περιποιήθηκε. Πρώτη φορά ο Χριστοφόρος, ύστερα από τόσους μήνες, δοκίμαζε λίγο κοκκινέλι και πρώτη φορά ένιωθε να αλλάζει η ρότα της ζωής του προς το καλύτερο.
Άμα φάγανε, ο Χριστοφόρος τραβήχτηκε στην κάμαρή του, ενώ ο Βασίλης κι η Ελένη μείνανε ακόμη στο τραπέζι.
– Να κοιμηθείς καλά, παπούλη, του είπεν ο Βασίλης, για νάχουμε κουράγιο αύριο.
Άμα ο Χριστοφόρος πήγε στην κάμαρή του, στάθηκε στο ανοιχτό παράθυρο πούβλεπε στο περιβόλι με τα λεμονόδεντρα και πήρε βαθειάν ανάσα. ‘Ολος ο τόπος ευωδύαζε από ανάκατη μουρουδιά λεμονανθού και ρόδου κι ο ουρανός ήτανε καταπλούμιστος απ’ τ’ αστέρια κι αχνό δρεπάνι πρόβαλε η σελήνη. Ήταν ζεστή και ήμερη βραδυά κι έλεγες πως από παντού ξεχύνεται καλοσύνη. Ο Χριστοφόρος πήρε μιά βαθειάν ανάσα και σταυροκοπήθηκε.
– Δοξασμένο τόνομά σου, Χριστέ μου, ψιθύρισε κι αποθαύμαζε τη σπάνια τούτη ομορφιά της πλάσης.
Είχε περάσει αρκετή ώρα, όταν αναζήτησε το ταγάρι για να πάρει το βιβλίο του και να διαβάσει τ’ απόδειπνο, αλλά θυμήθηκε πως τόχε αλησμονήσει στην μεγάλη κάμαρη. Σιγά – σιγά λοιπόν, νυχοπερπατώντας, για να μην ξυπνήσει τα παιδιά, άνοιξε την πόρτα και προχώρησε προς τη σκάλα. Το λίγο φως της λουσέρνας φώτιζε τη μεγάλη κάμαρη κι όταν έφτασε στο κεφαλόσκαλο κι είδε προς τα κάτω, με μιας τραβήχτηκε τρομαγμένος.
Κράτησε την ανάσα του και στάθηκε παράμερα στον τοίχο. Νόμισε πως γελιότανε και πως ο σατανάς τούπαιζε φριχτό παιχνίδι. Άνοιξε τα μάτια του καλύτερα, ενώ τα χείλη του και τα χέρια του τρέμανε.
Είπε να γυρίσει στην κάμαρή του χωρίς να αναζητήσει το ταγάρι του, είπε να κατεβεί σαν αστραπή και να ξεπορτίσει, έβαλ’ ένα σωρό πράματα με το νου του, αλλά προτίμησε να σταθεί εκεί ακούνητος σαν κολώνα και να δει κατάφατσα το σατανά.
Στη γωνιά της κάμαρης και μέσα στην ησυχία της νύχτας, ο Βασίλης καθισμένος στο σοφά, είχε τραβήξει καταπάνω του την Ελένη, κι αυτή είχεν αφεθεί στην αγκαλιά του κι είχε παραδοθεί στα χάδια του και στα φιλιά. Που και που αυτή του ψιθύριζε σιγά:
– Μα τι σ’ έπιασε, Βασίλη. Άσε με να τελέψω τα σκουτέλια και θαρθώ στο στρώμα σου να με κάνεις ό,τι θέλεις…
Ο Βασίλης όμως είχεν ανάψει κι απότομα σηκώθει, την άρπαξε στα χέρια του και σα σφαχτάρι, την πήγε στη διπλανή κάμαρη και κλειδώθηκαν.
Ο Χριστοφόρος κατέβηκε στα νύχια, κοντοστάθηκε στη μέση της κάμαρης, άκουσε τον αχό και τα βογγητά που κάνουνε τα έργα του σκοταδιού και ξέφρενος, πήρε το ταγάρι του και βγήκε έξω.
Κανείς δεν κατάλαβε τη φυγή του.
Άνοιξε το βήμα του να ξεμακρύνει, αντάμωσε νυχτοπερπατητές, καληνύχτισε άγνωστους και μετά μισής ώρας δρόμο βρέθηκε στο πλατάνι τ’ Αη Νικόλα, ένα προσκυνητάρι χτισμένο δίπλα σε μια πηγή κι ένα πλατάνι.
Είχαν πυρώσει τα μάτια του και το λαρύγγι του είχε στεγνώσει. Έσκυψε και ήπιε νερό σαν το διψασμένο σκυλί κι ύστερ’ ακούμπησε στο πλατάνι. Ο νους του είχε σταθεί. Δοκίμασε να κλείσει τα μάτια του να μην βλέπει τ’ αστέρια και τ’ αχνό δρεπάνι του φεγγαριού, ούτε τα φώτα των μακρυνών σπιτιών. Ήθελε και να μην ακούει το κελάρισμα του νερού, ούτε το τριζόνι να τραγουδά, ούτε το δαμάλι που μουγγάνιζε άγρυπνο, ούτε τα σκυλιά. Ήθελε να μη βλέπει, να μην ακούει, να μη μυρίζεται τη μυρουδιά του θυμαριού, να μη χαίρεται τέτοιαν όμορφη νύχτα, που τύλιγε τόσο περίτεχνα και σκέπαζε την αμαρτία. Του φαινόνταν όλα πλανέματα και διανέματα, κι ένιωθε θέρμη να πυρώνει τα μηνίγγια του και τα χέρια του κι αλλόκοτη και πρωτόφανη στενοχώρια να τον κυκλώνει απ’ ολούθε.
Ένιωθε σα νικημένος, σαν αποσταμένος, σαν τσόφλι που το χτυπάν τα κύματα κι είν’ ανήμπορο να κυβερνηθεί.
Ο Χριστοφόρος δεν έμεινε στα Καλάβρυτα, γιατί δεν ήθελε ν’ ανταμώσει κανένα από τους άλλους γνώριμους που είχε. Άρχισε να υποψιάζεται πως ξέρει πολύ λίγα για τον κόσμο και τους ανθρώπους κι ένιωσε ακατανίκητη την ανάγκη να φύγει, ν’ αφήσει τα Καλάβρυτα πριν ξημερώσει ο Θεός τη μέρα και να τρέξει στην Κοίμηση. Αυτό κι έπραξε. Πορπάτησε μέρα και νύχτα, ζητιάνεψε το ψωμί, κοιμήθηκε στις λαγκαδιές, ανάμεσα ουρανού και γης κι απόφυγε ν’ ανταμωθεί μ’ ανθρώπους.

Στο χωριό Άρμπουνας του Δήμου Λευκασίου και «αθέατη» από τα πανύψηλα έλατα, βρίσκεται η Μονή του Χριστόφορου Παναγιωτόπουλου, του λεγόμενου Παπουλάκου, που την έχτισε με τα χέρια του, το 1830. Σήμερα δε λειτουργεί. green-e.gr
Από το βιβλίο
ΠΑΠΟΥΛΑΚΟΣ
του ΚΩΣΤΗ ΜΠΑΣΤΙΑ
ΕΚΔΟΤΙΚΗ ΑΘΗΝΩΝ – 1984
Έβδομη Έκδοση (σελ. 102-108)
Για την αντιγραφή Φαίη/Αβέρωφ
Πετροβούβαλος said
Ζόρικη υπόθεση ο κόσμος, ζόρικη…
momyof6 said
Καταπληκτικό βιβλίο… Τολμάει να αγγίξει πολλά και δύσκολα θέματα.
Ευχαριστούμε Φαίη για τον κόπο της αντιγραφής.
Καλή σας μέρα.
Φαίη said
Σ’ ευχαριστώ.
Ο Χριστοφόρος Παπουλάκος θεωρείται ο Άγιος της Πελοποννήσου. Άκουγα ιστορίες από τη μανούλα μου που τις είχε ακούσει από τους δικούς της γονείς. Περνούσε από την περιοχή τα παλιά τα χρόνια και μιλούσε στον απλό κοσμάκι. Όσο όμως μεταφέρονταν αυτές οι πληροφορίες από γενιά σε γενιά χάνονταν. Όταν είδα ότι είχαμε στο σπίτι αυτό το βιβλίο σκέφτηκα να κάνω κάτι πριν σβήσει εντελώς ο Χριστοφόρος Παπουλακος από τη μνήμη μας.Τελευταία φορά μίλησα με μία θεία μου η οποία μας είπε ότι είχε ακούσει για αυτόν από τους παλαιότερους. Έκανε θαύματα και προφήτευε μου είπε. Δεν θυμόταν όμως και αυτή πολλά.
Δεν είναι απλά ότι μεταφέρω ετσι ξερά κάτι για κάποιον άγιο άνθρωπο στο διαδίκτυο. Είναι ότι τον συγκεκριμένο άνθρωπο τον έζησαν οι προπάπποι μου και μου δίνεται η ευκαιρία γενιές μετά να ανακαλύψω και εγώ τι εννοούσαν.
Στο βιβλίο αγγίζονται πάρα πολλά θέματα όντως, και έχω σκοπό να κάνω τουλάχιστον δύο ακόμα αναρτήσεις για πράγματα που είπε και είναι τόσο διαχρονικά στις μέρες μας. Το βιβλίο το διάβασα μέσα σε 2 ημέρες. Ο Μπάστιας έκανε πολύ όμορφη δουλειά.