Μακεδονία το μήλο της έριδος
Posted by Μέλια στο 21 Ιουνίου, 2014
Ο αγώνας για την απελευθέρωση της Μακεδονίας από την οθωμανική κυριαρχία άρχισε ταυτόχρονα με την επανάσταση στη νότιο Ελλάδα το 1821, όμως δεν είχε αίσιο τέλος, ενώ οι εξεγέρσεις της περιόδου 1830-1860 δεν πρόσφεραν τίποτε περισσότερο από σφαγές, λεηλασίες και τρομοκρατία των χριστιανικών πληθυσμών. Ένα ακόμη ελληνικό κίνημα ξέσπασε στη Μακεδονία το 1877, αλλά η εξέγερση δεν κατόρθωσε να λάβει σημαντικές διαστάσεις. Όμως τώρα πλέον οι Έλληνες δεν ήταν μόνοι τους στον αγώνα για επικράτηση στη Μακεδονία.
Ήδη από τον 19ο αι. οι εθνικές επιδιώξεις των βαλκανικών κρατών κάνουν την εμφάνισή τους και έρχονται σε αντιπαράθεση μεταξύ τους. Είχε συμβάλλει, όμως, πρωτύτερα κι η ενοποίηση του βαλκανικού χώρου μέσα στα πλαίσια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία επέτρεψε την κινητικότητα των βαλκανικών λαών. Έλληνες από τη Μακεδονία και την Ήπειρο εγκαταστάθηκαν στη Σερβία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία και Βούλγαροι κατέβηκαν στη Μακεδονία ενισχύοντας το ήδη υπάρχον σλαβικό στοιχείο.
Η εθνική αφύπνιση των Βουλγάρων που συντελέστηκε στα μέσα του 19ου αι. και η εμφανής υποστήριξή τους από τη Ρωσία τους έφερε σε αντιπαράθεση με το Πατριαρχείο Κων/πολης και τους Έλληνες που μέχρι τότε είχαν πλήρη οικονομική, κοινωνική, πολιτική και εκπαιδευτική κυριαρχία στη Βαλκανική. Οι Βούλγαροι στα 1870 απέκτησαν χωριστή εκπαιδευτική εκπροσώπηση με την ίδρυση της Εξαρχίας και στα 1878 ξεχωριστό κράτος με τη δημιουργία της Βουλγαρικής Ηγεμονίας.
Οι επιδιώξεις των Βουλγάρων δεν περιορίζονταν μόνον στην ενσωμάτωση των εδαφών της σημερινής Μακεδονίας. Αντίθετα ονειρεύονταν μια μεγάλη Βουλγαρία, που θα περιλάμβανε τη σημερινή Βουλγαρία, τη Δοβρουτσά, τη Μακεδονία και τη Θράκη και η οποία είχε γίνει προσωρινά πραγματικότητα το 1877 με την υπογραφή της συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, που τερμάτιζε τη ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1876-77.
Οι βουλγαρικές επιδιώξεις είχαν ως αποτέλεσμα την αρχή του ελληνοβουλγαρικού ανταγωνισμού για επικράτηση στη Μακεδονία. Ο ανταγωνισμός αυτός επικεντρώθηκε στην προσπάθεια απόκτησης εθνικής συνείδησης από τους χριστιανούς κατοίκους της Μακεδονίας. Ιδιαίτερα δε των σλαβόφωνων που κατοικούσαν στην κεντρική ζώνη της Μακεδονίας, μια ζώνη που εκτεινόταν προς νότο από την Καστοριά, την Κοζάνη, τα Γιαννιτσά και τη Ζίχνη Σερρών και προς βορρά από το Μοναστήρι, τον Περλεπέ, τη Στρώμνιτσα, το Μελένικο και το Νευροκόπι.
Το Πατριαρχείο και η Εξαρχία προσπάθησαν να κερδίσουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς της Μακεδονίας κυρίως με την αποστολή ιερέων και δασκάλων, ίδρυση εκκλησιών και σχολείων.
Ο εκκλησιαστικός διαχωρισμός των χριστιανικών πληθυσμών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας σε Πατριαρχικούς και Εξαρχικούς έλαβε τη μορφή της εθνικής αντιπαράθεσης μεταξύ Ελλήνων και Βουλγάρων, διότι η διάκριση των πληθυσμών δεν γινόταν με βάση την εθνική ταυτότητα, αλλά με τη θρησκευτική επιλογή. Έτσι οι Πατριαρχικοί ταυτίζονταν με τους Έλληνες και οι Εξαρχικοί με τους Βουλγάρους.
Η δράση των Βουλγάρων
Όμως η θρησκευτική και η εκπαιδευτική δραστηριότητα των Βουλγάρων δεν είχε τα αποτελέσματα που περίμεναν. Αν εξαιρέσει κανείς τις πρώτες προσχωρήσεις πληθυσμών στην Εξαρχία, φάνηκε πολύ γρήγορα ότι οι χριστιανοί της Μακεδονίας δεν ήταν πρόθυμοι στην πλειοψηφία τους να εγκαταλείψουν το Πατριαρχείο και την ελληνική εκπαίδευση για χάρη των Βουλγάρων. Έτσι άρχισαν να εμφανίζονται στη Βουλγαρία τα πρώτα κομιτάτα.
Από τα τέλη της δεκαετίας του 1880 είχαν δημιουργηθεί στη Βουλγαρία αρκετές οργανώσεις και κομιτάτα, που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο αγωνίζονταν για την αύξηση της βουλγαρικής επιρροής στη Μακεδονία. Τα περισσότερα από αυτά προχώρησαν το 1895 στη δημιουργία του «Ανώτατου Μακεδονικού Κομιτάτου» (Βερχόβεν Κομιτέτ), με επικεφαλής τον στρατηγό Τσόντσεφ, φίλο του πρίγκιπα Φερδινάνδου, ηγεμόνα τς Βουλγαρίας. Αν και η επιθυμία των βερχοφιστών ήταν αναμφίβολα η προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία, ωστόσο τάχθηκαν υπέρ της αυτονομίας της Μακεδονίας, επειδή κάθε προσπάθεια ενσωμάτωσής της στη Βουλγαρία θα πυροδοτούσε διεθνείς αντιδράσεις.
Όμως το σημαντικότερο κομιτάτο ήταν άλλο. Η Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση ιδρύθηκε στα τέλη Οκτωβρίου 1893 στη Θεσσαλονίκη, από Βουλγάρους που κατάγονταν από τη Μακεδονία. Ηγετικά στελέχη στην οργάνωση αυτή ήταν ο Ντάμε Γκρούεφ και ο Γκότσε Ντέλτσεφ. Στόχος της οργάνωσης ήταν η «πλήρης πολιτική αυτονομία» της Μακεδονίας και της Θράκης. Ο βουλγαρικός χαρακτήρας της οργάνωσης καθοριζόταν με σαφήνεια αφού μέλος της Οργάνωσης μπορούσε να γίνει κάθε Βούλγαρος που θα ήθελε να αγωνιστεί για την απελευθέρωση των Βουλγάρων στη Μακεδονία και τη Θράκη. Αυτό θα γινόταν με την αφύπνιση των Βουλγάρων και τη διάδοση της ιδέας της επανάστασης.
Σύντομα κατάλαβαν ότι δεν ήταν εύκολη υπόθεση η προπαγάνδιση των ιδεών της ΕΜΕΟ σε πληθυσμούς αγροτικούς, που χαρακτηρίζονται από έναν έμφυτο συντηρητισμό και μια επιφυλακτικότητα απέναντι σε κάθε αλλαγή, ιδίως στην Οθωμανική αυτοκρατορία, όπου κάθε επαναστατικό κίνημα είχε αποτέλεσμα τις τουρκικές βιαιότητες σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών. Έτσι στράφηκαν προς τη βία. Τα ένοπλα σώματα της ΕΜΕΟ άρχισαν να εμφανίζονται το 1899.
Αρχικά επιδόθηκαν στην εξόντωση εκείνων που συνεργάζονταν με τις οθωμανικές αρχές και στην είσπραξη εισφορών για το ταμείο της ΕΜΕΟ. Αργότερα επικέντρωσαν την δραστηριότητά τους στην τρομοκράτηση των πατριαρχικών χωριών. Εισέρχονταν στα χωριά και φόνευαν τους σημαντικότερους υποστηρικτές του Πατριαρχείου, συνήθως κληρικούς, δασκάλους και προεστούς με αποτέλεσμα οι χωρικοί τρομοκρατημένοι να μεταστρέφονται στην Εξαρχία. Οι δάσκαλοι που έστελνε το βουλγαρικό κράτος στα χωριά αυτά συνήθως ήταν μέλη της ΕΜΕΟ.
Τον Οκτώβριο του 1902 ξεσπούν ταραχές στην Άνω Τζουμαγιά. Οι βερχοφιστές από το καλοκαίρι του ίδιου έτους είχαν προχωρήσει σε ενέργειες για την έκρηξη επαναστατικού κινήματος στη Μακεδονία. Στις 8 Οκτωβρίου ο στρατηγός Τσόντσεφ, αρχηγός του Βερχοφιστικού κομιτάτου έφθασε με πλήθος κομιτατζήδων στην Άνω Τζουμαγιά και κινήθηκε εναντίον των οθωμανικών δυνάμεων και του μουσουλμανικού πληθυσμού. Όμως παρά τις προσδοκίες του για εξέγερση του χριστιανικού πληθυσμού, μόνον 19 από τα 40 χωριά της περιοχής προσχώρησαν στο κίνημά του. Η ήττα των Βερχοφιστών ήταν αναπόφευκτη.
ΤΟ ΚΙΝΗΜΑ ΤΟΥ ΙΛΙΝΤΕΝ
Οι ταραχές στην Άνω Τζουμαγιά μπορεί να μην κατέλυσαν την οθωμανική κυριαρχία στη Μακεδονία, προκάλεσαν όμως ένα κύμα συμπάθειας στην Ευρώπη. Η Μεγάλη Βρεττανία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Αυστροουγγαρία άρχισαν να πιέζουν την Υψηλή Πύλη να προβεί σε μεταρρυθμίσεις στη Μακεδονία.
Μπροστά στον κίνδυνο να μείνει εκτός εξελίξεων η ΕΜΕΟ αποφάσισε να προχωρήσει σε ένοπλη εξέγερση στη Μακεδονία στα μέσα του καλοκαιριού του 1903. Η εξέγερση που εκδηλώθηκε την ημέρα της εορτής του προφήτη Ηλία καταπνίγηκε γρήγορα, λόγω της άρνησης του πληθυσμού να συνδράμει τις ένοπλες ομάδες της ΕΜΕΟ, αλλά και της αποφασιστικότητας που έδειξαν οι Οθωμανοί. Τις νίκες των βουλγαρικών ομάδων στις πρώτες συγκρούσεις με τους Τούρκους διαδέχθηκαν οι απανωτές ήττες και η καταστροφή πολλών χωριών και κωμοπόλεων της Μακεδονίας, όπως το Κρούσοβο και η Κλεισούρα. Η τουρκική πλευρά προχώρησε για μια ακόμη φορά σε επίδειξη σκληρότητας σε βάρος των χριστιανικών πληθυσμών, που στην πλειοψηφία τους είχαν μείνει αμέτοχοι στην εξέγερση.
Οι τουρκικές αγριότητες ξεσήκωσαν την κοινή γνώμη στην Ευρώπη με αποτέλεσμα οι κυβερνήσεις της Ρωσίας και της Αυστροουγγαρίας να πιέσουν τον σουλτάνο να αποδεχθεί ένα πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων, που είχε εκπονηθεί στο Μύρστεγκ, ένα χωριό κοντά στη Βιέννη. Οι μεταρρυθμίσεις του Μύρστεγκ είχαν σκοπό να περιορίσουν την καταπίεση και τη διαφθορά στα βιλαέτια της Θεσσαλονίκης, του Μοναστηρίου και των Σκοπίων. Ότι δεν μπόρεσε να καταφέρει η ΕΜΕΟ με τη δύναμη των όπλων έγινε εφικτό με την κατακραυγή που ξεσηκώθηκε στην Ευρώπη εναντίον της διοίκησης των Οθωμανών.
Η εξέγερση του Ίλιντεν είχε σοβαρές επιπτώσεις στη συνοχή της Οργάνωσης. Η εμφανής αδυναμία των ανταρτικών ομάδων της ΕΜΕΟ να αντιπαρατεθούν στα τουρκικά στρατιωτικά αποσπάσματα και η απώλεια πολλών ηγετικών στελεχών της Οργάνωσης στη διάρκεια της εξέγερσης είχε ως αποτέλεσμα να δημιουργηθούν δυο τάσεις. Η αντιπαλότητα των δυο τάσεων είχε σημαντική επίπτωση στη δραστηριότητα των κομιτατζήδων στη Μακεδονία. Οι τοπικοί βοεβόδες άρχισαν να ασχολούνται με τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις, ακόμη και να δολοφονούν ο ένας τον άλλο, με αποτέλεσμα να μειωθεί η αποτελεσματικότητα των κομιτατζήδων.
Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗ
Το ελληνικό κράτος, ηττημένο στον ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, δεν τολμούσε και δεν μπορούσε τα πρώτα χρόνια να αντιπαρατεθεί στον βουλγαρικό κίνδυνο. Το ρόλο αυτό ανέλαβε να καλύψει η Εκκλησία. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ Γ’ τοποθέτησε νέους ικανούς μητροπολίτες στη Μακεδονία για να εμψυχώσουν το ποίμνιό τους και να αναχαιτίσουν τον βουλγαρικό κίνδυνο. Μεταξύ άλλων στάθηκε ο Γερμανός Καραβαγγέλης στην Καστοριά, ο Ιωακείμ Φορόπουλος στο Μοναστήρι και ο Φώτιος στην Κορυτσά. Οι ιεράρχες περιόδευαν τα χωριά, έχτιζαν εκκλησίες και σχολεία και εμψύχωναν τον πληθυσμό.
Το ελληνικό κράτος άργησε να αντιδράσει. Πάντως ο διορισμός του Ίωνα Δραγούμη ως υποπροξένου στο Μοναστήρι (Νοέμβριος 1902) συνετέλεσε στην οργάνωση του ελληνικού ένοπλου κινήματος και στην εξύψωση του φρονήματος. Έτσι, σύντομα ακολούθησε η συγκρότηση των πρώτων εντοπίων σωμάτων με πρωταγωνιστές τον Κώττα, τον Νταλίπη, τον Κύρου κ.α.
Τα γεγονότα αυτά και η συνακόλουθη διεθνοποίηση του Μακεδονικού Ζητήματος επιτάχυναν τις εξελίξεις στην Αθήνα. Τον Μάιο του 1904 ιδρύθηκε από το Δημήτριο Καλαποθάκη το «Μακεδονικό Κομιτάτο» με σκοπό να οργανώσει την ελληνική αντίδραση στη Μακεδονία και να συνδράμει με όπλα, χρήματα και εφόδια τους Έλληνες αντάρτες και να διαφωτίσει την ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη για τα όσα συνέβαιναν στη Μακεδονία. Ίδιοι ήταν και οι στόχοι του «Κεντρικού Μακεδονικού Συλλόγου» των αδελφών Θεοχάρη και Μαυρουδή Γερογιάννη.
Την ίδια χρονιά η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στη δημιουργία οργάνωσης, κατευθυνόμενης από τα προξενεία με επικεφαλής τον Γενικό Πρόξενο Θεσσαλονίκης Λάμπρο Κορομηλά. Το προξενείο Θεσσαλονίκης ανέλαβε την οργάνωση του αγώνα στα όρια του βιλαετίου Θεσσαλονίκης και το Μακεδονικό Κομιτάτο στο βιλαέτι Μοναστηρίου. Αξιωματικοί του ελληνικού στρατού άρχισαν να διεξάγουν επιτόπιες έρευνες για την εκτίμηση της κατάστασης και τις προοπτικές δράσης.
Εκτός από το Προξενείο Θεσσαλονίκης δημιουργήθηκαν άλλα δυο κύρια οργανωτικά κέντρα στο Μοναστήρι και στις Σέρρες. Σε κάθε κέντρο προϊστάμενος ήταν ο Έλληνας πρόξενος. Όλα τα κέντρα ενισχύθηκαν με αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, οι οποίοι καλύπτονταν πίσω από την ιδιότητα του υπαλλήλου για να ασκούν το οργανωτικό και προπαγανδιστικό τους έργο. Στις πόλεις και στα χωριά συγκροτούνταν επιτροπές για να υποστηρίζουν τη δράση των ανταρτικών σωμάτων.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΣΩΜΑΤΩΝ
Τον Αύγουστο του 1904 πέρασε στη Μακεδονία ο Παύλος Μελάς με το ένοπλο σώμα του. Παρά τις αντίξοες συνθήκες, ο νεαρός υπολοχαγός επιδόθηκε με αποφασιστικότητα στη στήριξη του φρονήματος των Ελλήνων, την οργάνωση του ένοπλου αγώνα και την εξουδετέρωση των αντιπάλων πυρήνων. Στάθηκε όμως, άτυχος, γιατί μετά από μερικές εβδομάδες παγιδεύτηκε από τον τουρκικό στρατό στο χωριό Στάτιστα (Μελά) και στη συμπλοκή που ακολούθησε σκοτώθηκε. Ο θάνατος του Μελά συγκλόνισε τον Ελληνισμό και αναμφίβολα πρόσφερε περισσότερα στον Αγώνα από ότι η βραχύχρονη δράση του στη Μακεδονία.
Από το τέλος του 1904 και ως τις αρχές του 1905 σχηματίζονταν ελληνικά ανταρτικά σώματα και αποστέλλονταν στη Μακεδονία, τα οποία εμψύχωναν τους ντόπιους και συγκρούονταν με τα βουλγαρικά σώματα και τον τουρκικό στρατό. Το 1905 ήταν ένα κρίσιμο έτος καθώς τα ελληνικά σώματα δεν κατάφεραν να υπερισχύσουν των βουλγαρικών. Όμως από το φθινόπωρο του 1905 άρχισε η αναδιοργάνωσή τους με αποτέλεσμα το 1906 να κάνουν πιο δυναμική την παρουσία τους στη Μακεδονία και να επαναφέρουν πολλούς Σλαβόφωνους στο Πατριαρχείο. Το 1907 η δράση των σωμάτων αυξήθηκε ακόμη περισσότερο, ενώ άρχισαν να γίνονται πλέον ορατά τα σημάδια κάμψης της βουλγαρικής επιρροής στους πληθυσμούς της μακεδονικής υπαίθρου. Με την είσοδο του νέου έτους, του 1908, αυξήθηκε ακόμη περισσότερο ο αριθμός των Ελλήνων ανταρτών στη Μακεδονία και η δραστηριότητά τους απέναντι στα βουλγαρικά σώματα.
Ιδιαίτερα σκληρός ήταν ο αγώνας στην ελώδη λίμνη των Γιανιτσών, σημείο στρατηγικής σημασίας για τον έλεγχο των οδικών αρτηριών, με πρωταγωνιστές τους καπεταναίους Άγρα, Δεμέστιχα και Γκόνο. Βέβαια, το σημαντικότερο θέατρο επιχειρήσεων υπήρξαν τα υψίπεδα της δυτικής Μακεδονίας όπου έλαβαν χώρα πολυάριθμες και φονικότατες μάχες για την τελική επικράτηση σε διαφιλονικούμενα σλαβόφωνα χωριά.
Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΜΑΧΩΝ
Εξίσου σημαντική ήταν και η συμβολή των αμάχων. Οχι μόνον συνέβαλε στην επιτυχημένη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, αλλά πιστοποίησε τη θέληση της πλειοψηφίας του πληθυσμού να παραμείνει πιστός στο Πατριαρχείο και στον Ελληνισμό.
Μαζικά συλλαλητήρια στα αστικά κέντρα τόνιζαν συχνά τον αποτροπιασμό της ελληνικής κοινής γνώμης για τις βουλγαρικές ενέργειες και την απόφαση του ελληνικού στοιχείου να εναντιωθεί δραστικά σε τετελεσμένα γεγονότα. Προς παράλληλη κατεύθυνση εργάστηκαν οι εκπαιδευτικοί και οι φιλανθρωπικοί σύλλογοι. Μέσα από τη βελτίωση των εκπαιδευτικών και κοινωνικών υπηρεσιών στόχευαν στην ανόρθωση του φρονήματος, αλλά και του βιοτικού επιπέδου του καταπονημένου και οικονομικά εξουθενωμένου από τη φορολογία αγροτικού πληθυσμού. Οι κληρικοί, όπως και οι δημογέροντες, από τη δική τους πλευρά, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη σύμπηξη ισχυρών και αποφασισμένων ελληνικών κοινοτήτων, ρόλο που συχνά πλήρωσαν με τη ζωή τους.
Κάποιοι προχώρησαν σε πιο αποφασιστικές μορφές δράσης. Έκρυψαν στα σπίτια τους όπλα, πολεμοφόδια και τραυματίες, πρόσφεραν πληροφορίες, μετείχαν σε κατασκοπευτικά δίκτυα και έγιναν μέλη των μυστικών επιτροπών. Το πιο λαμπρό παράδειγμα αποτέλεσε στα 1906 η «Οργάνωση Θεσσαλονίκης», έργο του ανθυπολοχαγού Νικόλαου Σουλιώτη, ο οποίος με τη συνδρομή επώνυμων και ανώνυμων Θεσσαλονικέων, ανθρώπων κάθε τάξεως και επαγγέλματος, κατόρθωσε να προαγάγει την εθνική άμυνα στη Θεσσαλονίκη και ν’ αναχαιτίσει τη βουλγαρική διείσδυση.
Πηγή: e-istoria
Σχολιάστε