ETΣΙ ΗΤΑΝΕ
Posted by ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ στο 10 Απριλίου, 2014
– Παππού, σήκου, παππούλη! Σήμερα εἶναι μέρα ‘πίσημη! Τί φυλᾶς τὸ στρῶμα καὶ βογκᾶς! ῞Ολο βογκᾶς, κι ὅλο μαλώνεις… σώνει πιά!῎Εβγα νὰ ἰδῆς! ῎Ελα ν’ ἀλλάξης καὶ νὰ βγῆς στὴν ἀγορά. Ὁ κόσμος ἔχει πανηγύρι σήμερα Σάββατο Λαζάρου!
Τὸ μαθητούδι ζωηρό, καθὼς μπῆκε στὸ σπίτι, ἔφυγε κιόλα. Τὸ ‘ξερε ὁ παπποὺς πὼς ἦταν ἡ τρανὴ Παραμονή, τῆς ῎Εξοδος ἡ μέρα.῞Αχ, τέτοια μέρα δὲ θὰ ξαναρθῆ – μήτε ὁ Θεὸς νὰ δώση!Τό ᾽ξερε ὁ παππούς, κι αὐτὸ ἀπὸ μέρες κι ἀπὸ νύχτες συλλογιότανε.῾Ο πονεμένος νοῦς του σερνότανε τριγύρω στὴ μεγάλη Θύμηση. Καὶ τὴν περίμενε τὴ μέρα αὐτή, σὰ νά ᾽τανε νὰ ᾽ρχόταν ἄλλη μιὰ φορά,πρώτη φορὰ – τοῦ κάκου.
Μὰ τοῦ μικροῦ τ’ ἀγγόνου οἱ χαρωπὲς φωνὲς τοῦ ξάφνισαν τὸ νοῦ.Κι ἐκεῖ, νά πάλι τὸ τρελόπαιδο μπροστά του. Ἄφησε τὶς τρεχάλες γιὰ νὰ ξαναρθῆ καὶ νὰ τοῦ γίνη πειρασμὸς καὶ πάλι.
– Ἀκόμα κάθεσαι, παππούλη; Λεχώνα θὰ μοῦ γίνης αὐτοῦ πέρα;
– Καλά, καλά, μωρὲ παιδί, μὴ μὲ μαλώνης τόσο· γέρος εἶμαι, δὲν μπορῶ νὰ σηκωθῶ. ᾽Εδῶ ἄσε με νὰ σήπωμαι…
– Τί εἶπες; Δὲν, ἀκοῦς! Περνάει ἡ ῎Εξοδο!
Αὐτὸς ὁ λόγος χτύπησε τὸ γέρο ἀλλόκοτα. Τῆς λιτανείας ἡ βοή,ποὺ ἔφτανε ἀπ’ τὸν ἄλλο δρόμο, κρυφὴ τρεμούλα τοῦ ᾽χυσε στὰ σωτικά· ὁ νοῦς του σάλεψε ἄξαφνα.
– ῎Εφτασα! Τ’ ἄρματά μου!
᾽Ορθὸς τινάχτηκε σὰν παλικάρι. ᾽Ανάλλαγος, ἀνάμαλλος ζωστηκε τὸ σπαθί. Καὶ βγῆκε.Τὰ μάτια ἀγριωπὰ στυλώνει γύρω του. Κάτι σὰ νὰ ζητῆ. Τὸ κανόνι καὶ τὸ ντουφέκι γεμίζει ὅλη τὴ χώρα μ’ ἀμέτρητη βοή.Κόσμος πολὺς στὴν ἀγορά. ῞Ολοι ντυμένοι τὰ καλά τους. ῞Ολοι τ’ ἄρματα κρατοῦν καὶ ρίχνουν!
Ὁ λαὸς παίζει μὲ τὴ φαντασιά του τὸ παιγνίδι αὐτὸ στὸ χρόνο μιὰ φορά. Θέλεὶ νὰ ζωντανέψη πάλι τὴ μεγάλη εἴκόνα, ἔτσι γιὰ νὰ ἰδῆ πῶς ἤτανε – κι ὁ γέρος πάει νὰ τὸ πιστέψη.Βρίσκεται μὲ τ’ ἀγγόνι στῆς λιτᾳνείας τὴν οὐρὰ κὶ ἀκολουθοῦνε.
Τέλος, στοὺς τάφους ἔφτασαν. ᾽Εκεῖ χιλιάδες μαζωμένοι στέκονται κι ἀκοῦν ἕναν ποὺ βγάνει λόγο· μὰ ὁ λόγος εἶν’ ἀτέλειωτος. Ὁ γέρος ἀκούει, καὶ δὲν καταλαβαίνει. ᾽Ακούει καὶ καρτερεῖ· σὰν κάτι φαίνεται νὰ καρτερῆ…
– ᾽Ορέ, δὲν ἦταν ἔτσι! κράζει μὲ δυνατὴ φωνή.
῎Αφησε στὴ μέση τὴ γιορτὴ καὶ πῆρε τὸ δρόμο πίσω γιὰ τὸ σπίτι. Θυμωμένος φαίνεται. Βογκάει, στ’ ἀγγόνι δὲ μιλεῖ. Ἄξαφνα σταματάει. ᾽Εκεῖ κοντά του κάποιος τραγουδεῖ. Ἕνας τυφλὸς χωριάτης διακονιάρης, στρωμένος καταγῆς παίζει τὴ λύρα του καὶ τραγουδεῖ.Λέει τὸ τραγούδι τὸ θλιμμένο, τὸ μοιρολόγι τοῦ Μεσολογγιοῦ.
᾽Ορθὸς ὁ γέρος, ἄσειστος ἀκούει. Βρύση πᾶνε τὰ μάτια του. Κλαίει ῆσυχα, καὶ δὲ μιλεῖ. Τέλος κόπηκε τὸ τραγούδι.
– Νά, ὀρέ, ἕτσι ἤτανε!
Αὐτὸ εἶπε μονάχα. Καὶ γύρισε στὸ σπίτι του καὶ στὸν καημό του.
Γιάννης Βλαχογιάννης
« Μεγάλα Χρόνια »
ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β’ Λυκείου (1967)
oxtapus said
Reblogged this on Oxtapus *blueAction.
ETΣΙ ΗΤΑΝΕ | momyof6 said
[…] από το Αβέρωφ […]
Πετροβούβαλος said
Για πέστε το άλλη μια φορά, πέστε το τρεις και πέντε,
– να ζει το Μεσολόγγι –
το θλιβερό τραγούδι μας και το χιλιοειπωμένο,
– να ζει το Μεσολόγγι –
Χάρε, που παίρνεις τις ψυχές έλα πάρε και τούτη
– να ζει το Μεσολόγγι –
κι όλους μας έλα πάρε μας, ψυχή να μην αφήσεις
– να ζει το Μεσολόγγι –
κι ας μη μείνει στούτ’ τη γης μήτε ξερό χορτάρι
– να ζει το Μεσολόγγι –
ως ναν τ’ ακούσει ο ουρανός ναν τ’ αγρικήσει ο κόσμος.
– να ζει το Μεσολόγγι –
Εμείς τ’ αποφασίσαμε κι όλοι είμαστε ορκισμένοι
– να ζει το Μεσολόγγι –
«ΓΙΑ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΓΙΑ ΘΑΝΑΤΟΣ»,να ζει το Μεσολόγγι.
Οι στίχοι (δεν συμπέφτουν ακριβώς με την εκτέλεση) από εδώ: http://www.mathima.gr/education/yliko/files_yliko/25h_Martiou_theatriko_Mesologgi.html