Ο Θείος Βράχος
Posted by Μέλια στο 2 Δεκεμβρίου, 2013
Κωστὴς Παλαμὰς
Ὁ Θεῖος Βράχος εἶναι ἀπόσπασμα ἀπὸ τὸ μεγάλο ἐπικολυρικὸ ποίημα « ῾Η φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ » Ἀπὸ τὶς σημειώσεις τοῦ ποιητῆ παίρνομε τὰ ἀκόλουθα ποὺ δείχνουν τὴν ὑπόθεση τοῦ ποιήματος:
Σύμφωνα μὲ τὰ παραδομένα ἀπὸ τοὺς βυζαντινοὺς χρονογράφους,τὸν καιρὸ τοῦ αὐτοκράτορα Μιχαὴλ Παλαιολόγου, ὅταν πολιορκοῦσε τὴν φραγκοκρατούμενη Πόλη, ἀξιωματικοὶ τοῦ βυζαντινοῦ στρατοῦ διασκεδάζουν σ’ ἕνα ἐρειπωμένο μοναστήρι ἔξω ἀπὸ τὴν Πόλη. Βλέπουν ἐκεῖ ἕνα μνῆμα ὁλάνοιχτο καὶ στὸ πλάι του ἀκουμπισμένο ἕνα σκελετὸ ἀνθρώπου μὲ μιὰ φλογέρα στὸ στόμα. Ἀπὸ τὴν ἐπιγραφὴ τοῦ τάφου κινημένοι μαντεύουν, πὼς τὸ σκέλεθρο μὲ τὴ φλογέρα εἶναι ὁ νεκρὸς τοῦ κραταιοῦ αὐτοκράτορα Βασιλείου τοῦ Βουλγαροκτόνου, ποὺ ἑκατὸ χρόνια πρὶν εἶναι πεθαμένος. Οἱ ἀξιωματικοὶ προσκυνοῦν τὸ λείψανο καὶ στέλνουν ἀγγελιαφόρο, γιὰ νὰ φέρη στὸν Παλαιολόγο τὸ μήνυμα. Θέλουν νὰ βγάλουν τὴν φλογέρα ἀπὸ τὸ στὸμα τοῦ λειψάνου, γιὰ περίπαιγμα πιθανότατα βαλμένη ἐκεῖ.
Ἡ φλογέρα ἡ περιπαίχτρα γίνεται φλογέρα συμβολική, μυστηριακή, ἐπική. Μιλᾶ, τραγουδᾶ, ψάλλει. Κρατᾶ δεμένους μὲ τὴν ἔκσταση τοὺς ξεφαντωτές. Στὸ ἐξῆς,τὸ ποίημα ἀκολουθεῖ καὶ τελειώνει ἀχώριστο ἀπὸ τὸ τραγούδι τῆς φλογέρας μαζί ἐπικό, λυρικό,ἱστορικό, φιλοσοφικό, μυστικό, προφητικό. Ἡ πνοὴ τοῦ ποιητῆ καὶ ἡ ψυχὴ τοῦ βασιλιᾶ δεμένες ἀκατάλυτα σὲ μιὰ ἀτμοσφαίρα ὀνείρου ὁραματικοῦ,. ποὺ τὴν ἀποτελοῦν μαζὶ θετικὰ καὶ μεταφυσικὰ στοιχεῖα. Στὸ σύνολό του,τὸ ποίημα εἶναι ἐπικολυρικὸ ἢ καθαρότερα ἕνας ᾽Επικὸς Ὕμνος, σὰν τοὺς Ὁμηρικοὺς ὕμνους.
Στὸν τρίτο λόγο γίνεται ἀπαρίθμηση τοῦ τροπαιοφόρου δρόμου τοῦ Βουλγαροκτόνου ἀνάμεσ’ ἀπ’ τὰ κάστρα κι ἀπ’ τοὺς κάμπους καὶ τὶς λίμνες τῆς Μακεδονίας. Συντρίβει τὸν βούλγαρο, ὅπου σταθῆ κι ὅπου περάση. Ἀποφασίζει τέλος νὰ προσκυνήση τὴν Παναγία,ποὺ ἦταν στὴ χάρη Της ταμένος καὶ νὰ ψάλη τὰ νικητήρια στὴν ὑπέρμαχη Στρατήγισσα. Δὲν στέκεται στὶς μεγάλες Μακεδονικὲς πολιτεῖες μήτε στὴν ῾Εφτάλοφη.῎Ισα τραβᾶ πρὸς τὴν Ἀθὴνα,ποὺ φορεῖ κορώνα της τὸν Βράχο. Λυρικὴ ἀποθέωση τοῦ Παρθενώνα.
ΠΗΓΗ: Νεοελληνικά Ἀναγνώσματα ΣΤ’ Γυμνασίου (1947)
Ἐσ’ εἶσαι, ποὺ κορόνα σου φορεῖς τὸ Βράχο; ᾽Εσ’ εἶσαι,
Βράχε, ποὺ τὸ ναὸ κρατᾶς, κορόνα τῆς κορόνας;
Ναέ, καὶ ποιός νὰ σ’ ἔχτισε, μὲς στοὺς ὡραίους ὡραῖο
γιὰ τὴν αἰωνιότητα, μὲ κάθε χάρη ᾽Εσένα;
Σ’ ἐσὲ ἀποκάλυψη ὁ ρυθμός, κάθε γραμμή, καὶ Μοῦσα·
λόγος τὸ μάρμαρο ἔγινε κι ἡ ἰδέα τέχνη καὶ ἦρθες
στὴ χώρα τὴ θαυματουργή, ποὺ τὰ στοχάζεται ὅλα
μὲ τή βοήθεια τῶν Ὡρῶν τῶν καλομετρημένων,
ἦρθες ἀπάνου ἀπ’ τοὺς λαοὺς κι ἀπάνου ἀπ’ τὶς θρησκεῖες
κυκλώπειε, λυγερόκορμε καὶ σὰ ζωγραφισμένε.
῞Ομοια τὰ πολύτιμα παντοτινὰ μαγνάδια*,
ἴδια στὴ στέγνια, στὴ νοτιά, στὸ φῶς καὶ στὸ σκοτάδι,
ποὺ χέρι δὲν ξεϋφαίνει τα καὶ χρόνια δὲν τὰ φθείρουν
καὶ μάτι δὲν μπορεῖ νὰ βρῆ, πῶς ἀπ’ ἀρχῆς πλεχτῆκαν
κι ἀνήμπορ’ εἶναι ἡ μαστοριὰ νὰ τὰ ξαναρχινήση,
στοιχειὰ γιατὶ τ’ ἀργάστηκαν ἀπὸ δροσοσταλίδες
καὶ νέραϊδοι μὲ τοὺς ἀφροὺς καὶ ἀγγέλισσες μὲ ἀχτίδες.
Ἔτσι καὶ σύ. Οὔτε δύνοσουν ἀλλοῦ, ναέ, νὰ ζήσης,
παρὰ ὅπου πρωτοφύτρωσες· Ἀνθός, κι ἡ Ἀθήνα γλάστρα.
Στὴν ἴδια γῆ, στῶν ἴδιων σου θεῶν τὸ κατατότι
καὶ ἀπὸ μακάρων αἵματα, ποὺ στάζαν ἑδῶ κάτω
καὶ βοήθαγαν τὴ γέννα τους, φύτρωσες, ὡς φυτρώνουν
οἱ νάρκισσοι κι οἱ ὑάκινθοι καὶ οἱ δάφνες κι ἀνεμῶνες
κι ὅσα ἀπ’ τ’ ἀνθρώπου τὸ κορμὶ στοῦ λουλουδιοῦ περνοῦσαν.
Κι ὅπου σοῦ πήρανε βλαστὸ καὶ σπόρο ὅπου σοῦ κλέψαν,
τὸ ξαναφύτρωμα ἄμοιαστο καὶ πάει τοῦ κάκου ὁ σπόρος.
Ναί, τὰ θέμελά σου ἐσὲ δὲν εἶναι ριζωμένα
σὰ νὰ τὴ ’γγίξαν τρίσβαθα τὴν τέλειωση τοῦ κόσμου,
μηδὲ τὸ μετωπό σου ἐσὲ πάει πέρα ἀπὸ τὰ γνέφια,
σὰν πυραμίδας κολοσσὸς ἀπάνου σ’ ἐρμοτόπι
τῆς Ἀφρικῆς. Ἀνάλαφρα κρατᾶν ἐσὲ στοῦ ἀέρα
τὴ διαφανάδα τὴ γλαυκὴ τῶν Ὀλυμπίων τὰ χέρια.
Κι ἡ ἀρχοντικὴ κορφή σου ἐσὲ δίχως θρασὰ νὰ πάη,
γιὰ νὰ χαθῆ στὰ ἀπέραντα, ποὺ μάτι δὲν τὴ φτάνει,
τὸ Πνεῦμα πρὸς τ’ ἀπέραντα ξέρει ἀπαλὸ καὶ φέρνει.
Ἐσένα δὲ σὲ χτίσανε τυραγνισμένων ὄχλοι,
καματερὰ ἀνθρωπόμορφα στρωμένα ἀπ’ τὴ βουκέντρα
φαρμακερὰ καὶ ἀλύπητα δυνάστη αἱματοπότη.
Ἐσένα μὲ τὸ λογισμὸ κι ἐσὲ μὲ τὸ τραγούδι
σὲ ὑψῶσαν τῶν ἐλεύθερων οἱ λογισμοί, ἐκεῖ ὅπου
καὶ ὁ Νόμος σὰν πρωτόγινε τῆς πολιτείας προστάτης
μὲ τὸ ρυθμὸ πρωτόγινε κι ἦταν κι αὐτὸς τραγούδι
καὶ ὁ δαμαστής σου μάρμαρο, Ναέ, καὶ ὁ πλαστουργός σου,
δίχως νὰ ἱδρώση νικητής, δίχως ἀγώνα πλάστης,
Κι ἀκοῦστε! Πρέπει κι ὁ ἄνθρωπος, κάθε φορά, ποὺ θέλει
νὰ ξαναβρῆ τὰ νιάτα του, νάρχεται στὸ ποτάμι
τῆς Ὀμορφιᾶς νὰ λούζεται. Σ’ ὅλα μπροστὰ τὰ ὡραῖα,
νὰ στέκεται ἀδιαφόρευτα καὶ γκαρδιακὰ νὰ σκύβη
προσκυνητής, ἐρωτευτής, τραγουδιστής, διαβάτης.
Κι ἀφοῦ ὅλων πάη ταξίματα καὶ μεταλάβη ἀπ’ ὅλα,
πάλι καὶ πάντα νὰ γυρνᾶ σ’ ἐσένα μ’ ἕναν ὕμνο,
μ’ ἐσένα τὸ ξανάνιωμα μ’ ἐσὲ νὰ παίρνη τέλος.
Ποῦ νὰ τὴν βρῶ, καὶ σὰν τὴν βρῶ, ποῦ νὰ τὴν καταλάβω
τῆς καλλονῆς σου τὴν ψυχή, Ναέ, καὶ τῆς ψυχῆς σου
τὸ μυστικὸ πῶς νὰ τὸ πῶ, τί δάχτυλα, ποιά χέρια
θὰ μοῦ τὸ παίξουνε καὶ ποιά πνοὴ θὰ μοῦ κυλίση
τὸ μυστικό σου μέσα μου σὰ ροδοκόκκινο αἷμα,
γιὰ νὰ τὸ κάμω λάλημα, ποὺ νὰ τ’ ἀξίζη ἐσένα;
« Ἡ Φλογέρα τοῦ Βασιλιᾶ »
Πηγή: Παιδείας Εγκώμιον
Γιώργης said
Ἐσ’ εἶσαι, ποὺ κορόνα σου φορεῖς τὸ Βράχο;᾽Εσ’ εἶσαι,
Βράχε, ποὺ τὸ ναὸ κρατᾶς, κορόνα τῆς κορόνας;
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ said
Μέλια said
ΜΑΡΙΑ said
Παλαμᾶ μου,Ἕλληνα….
Πες το με ποίηση (384ο): «Βράχος»… | Λόγος Παράταιρος said
[…] https://averoph.wordpress.com/2013/12/02/%CE%BF-%CE%B8%CE%B5%CE%AF%CE%BF%CF%82-%CE%B2%CF%81%CE%AC%CF… […]