Ἡ μάχη καί ἡ πτῶσις τοῦ Νεοκάστρου Μεσσηνίας (27 Ἀπρ. – 11 Μαΐ.1825)
Posted by ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ στο 27 Απριλίου, 2013
Ἀφοῦ ὁ Μπραΐμης κυρίεψε ὅλες τὶς θέσες, τότε ἔβγαλε καὶ κανόνια ἀπὸ τὰ καράβια καὶ κρυφίως διὰ νυχτὸς ἀπὸ τὰ μαγαζειὰ κι᾿ ἀπάνου, τίρα πιστολιᾶς, τὸ γιόμωσε κανόνια πέρα καὶ πέρα, ξημερώθηκαν ὅλα φκειασμένα, Κι᾿ ἄρχισε ὁ πόλεμος. Ὁ κανονοβολισμὸς καὶ ἡ μπόμπα καὶ ἡ γρανάτα μας ἀφάνισαν. Ἔστειλε δυὸ ἀνθρώπους ἕναν δικόνε μου, ὁποῦ ῾πιασε εἰς τοὺς Ἀβαρίνους, κ᾿ ἕναν του Χατζηχρήστου, νὰ εἰποῦνε τὸν χαλασμό τους καὶ νὰ παραδοθοῦμεν. Ἔρριξα μίαν τριχιά, τοὺς πῆρα ἀπάνου εἰς τὸ κάστρο, τοὺς εἶπα τί νὰ εἰποῦνε τῶν ἀνθρώπων μας νὰ μὴν τοὺς κρυώσουνε, ὅτ᾿ εἴχαμεν ἐλπίδες ἀκόμα νὰ μὴν ἔρθη τὸ μιντάτι μας, καὶ νὰ μὴν παραδοθοῦμεν. Μίλησαν τῶν ἀνθρώπων παρουσία ὅ,τι τοὺς εἴπαμε συνφώνως μὲ τὸν Μπεζαντέ, νὰ τοὺς παρηγορήσουνε, τοὺς πολιορκημένους, ὅτι γύρευαν νὰ σκοτώσουνε τὸν Μπεζαντὲ κ᾿ ἐμένα. Ὅτι ἅμα ἦταν ὁ Μπραΐμης εἰς τοὺς Ἀβαρίνους, νὰ θέλαμε φεύγαμε, ἀφίναμε τὸ κάστρο καὶ σωνόμαστε ὅλοι, ὅτ᾿ ἦταν λίγη δύναμη, κ᾿ ἐμεῖς οἱ δυὸ δὲν θελήσαμεν. Καὶ μᾶς φοβέριζαν νὰ μᾶς σκοτώσουνε. Γύρεψε πίσου τοὺς ἀνθρώπους τοὺς δυὸ ὁ Μπραΐμης, τοῦ εἴπαμε ψέματα ὅτι τοὺς σκότωσε μπόμπα.
Τότε ὁ πόλεμος δυνάμωσε ὡς τὰ μεσάνυχτα, ἔπαψε τὴν αὐγή. Ἔστειλαν ἕναν Τοῦρκον ἀπόξω νὰ βγοῦμε νὰ μιλήσουμε. Βῆκε ὁ Μπεζαντές, ὁ Γιατράκος κ᾿ ἐγώ. Μᾶς εἶπε ὁ στελμένος ὅτι ὁ πασσᾶς θέλει τὸ κάστρο, ἢ θὰ μᾶς πάρη μὲ ρισάλτο, καὶ τί ἀπαίτησες θέλομεν διὰ νὰ μὴν χυθῆ ἀδίκως αἷμα. Τοῦ εἴπαμεν, θέλομεν καράβια εὐρωπαίικα νὰ βαρκαριστοῦμεν, ὕστερα ὅλα μας τ᾿ ἄρματα, τρίτο τὸν Χατζηχρῆστο καὶ Δεσπότη κι᾿ ὅλους τους σκλάβους, καὶ τοὺς μιστούς μας. Καὶ τότε τοῦ παραδίνομεν ἐφοδιασμένο κάστρο (ἐφόδιασμα μόνον μὲ τὶς σάπιες πέτρες, ὀλίγος τζεμπιχανὲς ἦταν ἀκόμα καὶ ψωμὶ πολλὰ ὀλίγον καὶ νερό, νὰ χορτάσουμεν δὲν μπορούσαμεν, ἐκείνη τὴν ἡμέρα νὰ τὸ μεράζαμεν). Πῆγε ὁ στελμένος εἰς τὸν Μπραΐμη, τοῦ εἶπε ὅ,τι τοῦ εἴπαμε. Τὸν διάταξε νὰ γυρίση νὰ μᾶς εἰπῆ ὅτι καράβια ἔχει δικά του καὶ μᾶς βαρκαρίζει, δὲν ἔχει ἀνάγκη ἀπὸ ξένα. Τ᾿ ἅρματά μας τὰ θέλει ὅλα. Τοὺς σκλάβους τοὺς πῆρε μὲ τὸ σπαθί του καὶ τοὺς βαστάει ζωντανοὺς ὅσο νὰ βάλη κ᾿ ἐμᾶς εἰς τὸ χέρι καὶ τότε νὰ μᾶς σκοτώση ὅλους μαζί. Μιστοὺς δὲν ἔχει οὔτε λιανό, νὰ μᾶς πλερώση ἡ Διοίκησή μας. Τοῦ εἴπαμε: «Ὁ πόλεμος εἶναι ἡ τύχη μας, καὶ πολεμᾶτε καὶ θὰ πολεμήσουμε ὅσο νὰ λυώσουμε, νὰ φᾶμε ἕνας τὸν ἄλλον, καὶ τότε πά᾿ ν᾿ τὸ πάρη τὸ κάστρο. Φωτιὰ θὰ βάλωμε νὰ πᾶμε ῾στὸν ἀγέρα μ᾿ ὅλο αὐτό.
Τὰ εἶπε αὐτὰ τοῦ Μπραΐμη. Καὶ τότε ἄρχισε ὁ πόλεμος ἀπ᾿ οὖλα τὰ μέρη. Τὴν ἄλλη ἡμέρα ἔστειλε τὸν Χατζηχρῆστον καὶ Δεσπότη καὶ Σουλεϊμάνμπεγη Φραντζέζο νὰ μᾶς παρακινήσουν νὰ παραδοθοῦμεν. Δὲν θελήσαμεν καὶ φύγαν κι᾿ αὐτεῖνοι. Τότε διατάζει καὶ μπῆκαν τὰ καράβια μέσα, καὶ ἡ κακή μας τύχη πῆρε φωτιὰ ἡ ντάπια τῆς θάλασσας καὶ πῆγαν εἰς τὸν ἀγέρα οἱ ἄνθρωποι καὶ τὰ κανόνια μας. Τότε οἱ Τοῦρκοι ὅλοι ὁποῦ εἶδαν αὐτὸ σαλαβάτισαν ῾σ ὅλα τὰ μέρη, ὅτι ὁ Θεὸς βόηθαγε αὐτοὺς καὶ κιντύνευε ἐμᾶς. Τὰ καράβια μπῆκαν μέσα ἀπολέμητα, κι᾿ ἀφοῦ μπῆκαν, ἄρχισαν οἱ φεργάδες τέσσερες τέσσερες καὶ μᾶς βαροῦσαν. Ἦταν σάπιον αὐτὸ τὸ κάστρο καὶ τὸ ῾καμαν κόσκινο, καὶ μᾶς ἀφάνισαν εἰς τὸν σκοτωμὸν οἱ φεργάδες κ᾿ οἱ ἄλλοι Τοῦρκοι ἀπόξω, τῆς στεργιᾶς. Δὲν εἴχαμεν ποὺ νὰ σταθοῦμεν, μᾶς πολέμησαν ἀπὸ τὴν αὐγὴ ὡς τὸ δειλινό. Θέλησε ὁ Θεὸς καὶ πῆρε ἕνας ἀγέρας καὶ πάψαν τὰ κανόνια τῶν φεργάδων, καὶ ηὕραμεν καιρὸ καὶ θάψαμεν τοὺς σκοτωμένους. Κι᾿ ὅσοι πληγώνονταν κανένας δὲν γιατρεύεταν. Εἴχαμεν ἕναν γιατρὸν Ἄγγλον, τὸν πλερώσαμεν κι᾿ αὐτὸν ἐγὼ κι᾿ ὁ Μπεζαντὲς ἀπὸ πεντακόσια γρόσια τὸν μήνα. Τὸν εἶχε συνφωνήση ἡ Διοίκηση καὶ δὲν τὸν πλέρωνε, καὶ τὸν πλερώσαμεν ἐμεῖς οἱ δυό. Καὶ μᾶς πέθαινε τοὺς συντρόφους. Καὶ μαρτύρησε κι᾿ ὅλη τὴν ἔλλειψη ὁποῦ ῾χαμεν εἰς τὸ κάστρο, τὴν εἶπε μὲ τὴν γλώσσα τοῦ εἰς τὸν Φραντζέζο, ὅταν ἦρθε μὲ τὸν Χατζηχρῆστον. Ἤθελα νὰ τὸν σκοτώσω τὸν ἄτιμον, δὲν μ᾿ ἄφησαν. Ὕστερα πῆγε μὲ τὸν Μπραΐμη. Τότε διὰ νυχτὸς ἔβγαλαν κι᾿ ἄλλα κανόνια καὶ τὰ ῾βαλαν ὁλόγυρά μας. Ἐμεῖς οἱ δυστυχισμένοι ὁληνύχτα δυναμώναμε τὴν βέργα, ὁποῦ ἦταν ἀδύνατη, καὶ τ᾿ ἄλλα τὰ μέρη καὶ κουβαλούσαμε ξύλα καὶ πέτρες καὶ φκειάναμε τὸ νερό. Ἦταν μία στέρνα εἰς τὸν Ἰτσκαλέ, ἔπιναν τὸ νερὸ κρυφὰ οἱ στρατιῶτες. Εἶχαν ἕνα καλάμι τρυπήση μακρύ, τὴν στέρνα τὴν εἴχαμεν βουλλωμένη, κι᾿ αὐτοὶ τρύπησαν ῾σ ἕνα μέρος ὀλίγο καὶ τὴν νύχτα πήγαιναν κρυφὰ καὶ πίναν. Τηράμεν μιὰ ἡμέρα, βλέπομεν τὴν στέρνα μ᾿ ὀλίγο νερό, ὁποῦ πρωτύτερα τὸ εἴχαμεν μετρημένο. Τότε ἀπολπιστήκαμεν, καὶ οἱ στρατιῶτες μας βιάζαν νὰ φύγωμεν. Εἶχα μιλήση μὲ τὸν Βελέτζα κι᾿ ἄλλους νὰ τοὺς βγάλωμεν μὲ τρόπον ἔξω αὐτούς, ὁποῦ φοβέριζαν νὰ μᾶς σκοτώσουνε καὶ ἤθελαν χωρὶς ἄλλο νὰ κάμωμεν ὁμιλίαν μὲ τοὺς Τούρκους νὰ παραδώσουμε τὸ κάστρον, ἢ νὰ φύγωμεν μὲ γιρούσι – κι᾿ ἀνάθεμα καὶ θὰ γλύτωνε κανένας, καθώς μας εἶχαν τρογυρισμένους. Σάν μας βιάζαν, εἴπαμε νὰ τοὺς βγάλωμεν κατὰ τὴν θέλησίν τους καὶ νὰ εἰποῦμεν ὅτι πάμεν κ᾿ ἐμεῖς μαζί, κι᾿ ἀφοῦ τοὺς βγάλωμεν ἔξω, νὰ μείνωμεν ὀπίσου καὶ νὰ βαστήσουμεν μόνον τὸν Ἰτζκαλέ, καὶ νὰ βάλωμεν καὶ μπαρούτι ὁλόγυρα σὲ μίνες, κι᾿ ὅταν ἡ Τούρκικη δύναμή μας πλακώση, φωτιὰ νὰ βάλωμεν νὰ πάμεν ὅλοι εἰς τὸν ἀγέρα. Δι᾿ αὐτὸ εἴχαμεν τηράξη τὸ νερό, καὶ ἡ κακή μας τύχη, τὸ εἶχαν πιωμένο χωρὶς νὰ ξέρωμεν. Τότε ἀπολπιστήκαμεν, ὅτι ἤμαστε εἰς τὴν διάκρισιν τῶν Τούρκων.
Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη – Ἀπομνημονεύματα,Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον ἕβδομον
ΜΑΡΙΑ said
Σιχαμένη φάρα,βρωμότουρκοι…
Πελασγός said
Ναι το ….»αγλαίσμα της ανθρωπότητας».
Όταν τους διώξαν οι κινέζοι από τις στέππες πλακώσανε στην Μικρά Ασία.
Ο Ιμπραήμ λέγεται ότι ήταν Τουρκαλβανός και όχι εξ Αιγύπτου.
Δεν θυμάμαι αυτή τη στιγμή που το έχω διαβάσει αλλά θα το ψάξω.