Ο φίλος μου, ο Ανδρέας, ή αλλιώς η τραγωδία ενός Έλληνα
Posted by Μέλια στο 31 Μαρτίου, 2013

Ο Ανδρέας Μαρτίνος, από τις Δρυμάδες της Χειμάρρας, παρών σε όλες τις εκδηλώσεις μνήμης για τους ήρωες της Πατρίδος.
του Ιωάννη Χρ. Γιαννάκενα
διευθυντή των εκδόσεων Πελασγός
Ο Ανδρέας Μαρτίνος, από τις Δρυμάδες της Χειμάρρας, παρών σε όλες τις εκδηλώσεις μνήμης για τους ήρωες της Πατρίδος.
Έχω κάποιους φίλους που κατά καιρούς προκύπτει στις κουβέντες μας, ότι γεννήθηκαν πριν ή κατά την διάρκεια της γερμανικής κατοχής, για την πείνα, την τρομοκρατία και μετά την κομμουνιστική ανταρσία που ταλαιπώρησε την Πατρίδα έως το τέλος της δεκαετίας 1940-50.
Ευτυχώς για αυτούς, η κατοχή κράτησε σχεδόν «μόνο» τέσσαρα χρόνια. Μετά μπόρεσαν να παλέψουν την ζωή, κάποιοι να σπουδάσουν, οι περισσότεροι να κάνουν οικογένεια και να μεγαλώσουν παιδιά.
Εν τέλει να πάρουν την σύνταξή τους και να αντιμετωπίσουν τα «προβλήματα» που ακολουθούν το «γέρας», αλλά και τις χαρές που σου δίνουν «τα παιδιά των παιδιών σου», που όπως έλεγε και ο μακαρίτης ο Πατέρας μου, ήταν «δυο φορές παιδιά του».
Ο φίλος μου ο Ανδρέας όμως δεν είχε αυτήν την τύχη, παρ’ ότι και αυτός γεννήθηκε με λαχτάρα για την ζωή και με όνειρα. Ήταν όμως, ο Ανδρέας, ο φίλος μου, από τους άτυχους εκείνους που γεννήθηκαν σε κατοχή που κράτησε μισό αιώνα. Ο φίλος μου ο Ανδρέας, ο Έλληνας ο Ανδρέας, γεννήθηκε στις Δρυμάδες της επαρχίας Χειμάρρας, στο σκλαβωμένο εκείνο κομμάτι της Ηπείρου που κάποιοι έμαθαν να ονομάζουν «Βόρειο». Πάλι καλά διότι άλλοι ανιστόρητοι ή και απάτριδες το ονομάζουν … Αλβανία.
Αυτό δεν μπόρεσε ποτέ να το χωνέψει ο Ανδρέας, όπως και πολλοί σαν και αυτόν. Δεν μπόρεσαν να είναι «ξένοι» στον τόπο τους, στην γη των πατεράδων, των παππούδων τους… Επέμενε να νιώθει και να στέκεται όρθιος ως Έλληνας. Οι φυλακές και οι εξορίες τον τσάκισαν, στο σώμα όμως, όχι στην ψυχή. Ήταν όμως από τους «τυχερούς» που δεν άφησαν τα κόκκαλά τους σε φυλακές και εξορίες που έφτιαξαν οι Αλβανοί, εκεί που λίγα χρόνια πριν, το χειμώνα του ‘40-‘41, τα αδέλφια του από την ελεύθερη Ελλάδα, άφησαν τα δικά τους κόκκαλα σε ένα έπος που δεν ολοκληρώθηκε.
Το 1990, ένας άγνωστος φίλος του, με ειδική «πρόσκληση» κατάφερε να τον «απεγκλωβίσει» οικογενειακά από την καταρρέουσα τυραννία του Χότζα. Η και τυπικά πια «ελεύθερη» ψυχή του Ανδρέα φτερούγιζε τρελλά, ήταν ανάμεσα στα ελεύθερα αδέλφια του, το αυλακιασμένο του πρόσωπο έλαμπε και το χαμόγελο του πλατύ, σαν να έπιανε την Ήπειρο, από την μια μεριά, την ελεύθερη, στην άλλην, την σκλαβωμένη.
Ο φίλος μου ο Ανδρέας, δεν γνώριζε όμως, πως και εδώ, στα ελεύθερα, είχαμε άλλη υποταγή και διάβρωση. Σύντομα το χαμόγελο μαζεύτηκε και βούρκωσαν τα μάτια με μόνιμη χειμωνιά, άλλα πάντα με μια σπίθα για το «ποθούμενο», όχι μονάχα εκεί που ευλόγησε με την περπατησιά του ο «Άγιος των Σκλάβων» ο Πατροκοσμάς, αλλά για όλους τους Έλληνες.
Ο αδελφός μου ο Ανδρέας, για πάνω από είκοσι χρόνια ταλαιπωρείται να επιβιώσει κάνοντας εργασίες που του επιτρέπει να κάνει το τσακισμένο σώμα του. Τα τελευταία χρόνια, και αυτές έχουν μηδενιστεί. «Ευτυχώς» (ξεφτίλα μας μεγάλη), πριν από κάποια χρόνια οι διαχειριστές της Μητέρας Πατρίδας, απεφάσισαν να «τιμήσουν» με μια μικρή σύνταξη (του ΟΓΑ) εκείνους τους Βορειοηπειρώτες που αποδεδειγμένα βασανίστηκαν στις Αλβανικές φυλακές για την εθνική τους καταγωγή.
Κούτσα-κούτσα, τα 300 ευρώ του ΟΓΑ και τα 100 ευρώ από την Αλβανία, ο αδελφός μου ο Ανδρέας τα έφερνε βόλτα και πάντα ήταν παρών σε όλα τα προσκλητήρια της Πατρίδος. Ήξερες πάντα σε όποιο συλλαλητήριο βρεθείς για την Βόρειο Ήπειρο (και πολλάκις όχι μόνο) ότι θα έβλεπες τον Ανδρέα, να κρατάει μια γαλανόλευκη.
Πριν από κάποιες ημέρες, παραμονές της επετείου της Αυτόνομης Βορείου Ηπείρου (17 Φεβρουαρίου 1914), άθλια σύμπτωση, οι άθλιοι διαχειριστές της εξουσίας κτύπησαν πάλι. Ήταν πρωί και μπήκε στο βιβλιοπωλείο μου ο καλός μου φίλος ο Ανδρέας. Ήταν πολύ λυπημένος. Του προσέφερα μια καρέκλα, ευτυχώς ήμασταν μόνοι και μπορούσαμε να μιλήσουμε.
– Τι συμβαίνει αδελφέ μου, δεν φαίνεσαι καλά, τον ρώτησα.
– Γιάννη μου, είμαι απελπισμένος! Πρέπει να βρω κάπου, έστω μια αποθήκη, να βάλω το στρώμα μου…
– Τι λες μωρέ; Αφού χρόνια τώρα νοικιάζεις στο Μοσχάτο, τον ρώτησα.
– Έκοψαν τις συντάξεις σε μας τους Βορειοηπειρώτες, και δεν μπορώ πια να πληρώσω το νοίκι, και ο ιδιοκτήτης μου είπε, εάν δεν μπορώ, να φύγω, μου απήντησε.
– Ποίοι, βρε Ανδρέα, οι Αλβανοί;
– Όχι, αδελφέ μου, αυτοί που αφεντεύουν την Πατρίδα.
Εν βρασμώ ψυχής, πολλά μπορεί να πει ή να κάνει κανείς. Το θέμα είναι μέχρι που φθάνει ή αλλιώς που μπορεί να τελειώσει και πως, αυτή η αθλιότητα; Ποιά τα όρια αυτής της μειοδοτικής και ανθελληνικής κυβέρνησης;
Πόσο νόμιμη μπορεί να είναι πια μια κυβέρνηση, που όταν οι πολίτες της αντικρίζουν την Σημαία, αντί να δακρύζουν από συγκίνηση, δακρύζουν από οργή;
Όχι αδέλφια, η σημερινή διακυβέρνηση είναι ένας παράνομος και αυθαίρετος βόθρος, στα βαλτόνερα της διεφθαρμένης μεταπολιτεύσεως της «γενιάς της λαμογιάς», η οποία αγωνιωδώς προσπαθεί να διασωθεί, ολοκληρώνοντας την εκποίηση της εθνικής μας αξιοπρέπειας, ανεξαρτησίας, ακεραιότητας και κυριαρχίας.
Εάν εμείς το επιτρέψουμε να γίνει, τότε θα είμαστε η κατάρα για τις ερχόμενες τελευταίες γενιές των Ελλήνων.
Φίλε και αδελφέ Ανδρέα, ως μέρος μιας χαμένης στους «μύθους» γενιάς, σου ζητώ συγγνώμη.
Φίλε και αδελφέ Ανδρέα, ως μέρους εκείνων των πάντα ολίγων που σήμερα δακρύζουν, όχι μόνο από συγκίνηση, αλλά και από πίστη και οργή, μπροστά στην γαλανόλευκη, πιάσου και εσύ από τα χεριά μας και κράτα γερά, διότι αυτό το αύριο πρέπει να ξημερώσει ελληνικό, αλλιώς δεν θα υπάρχει…
Μου αρέσει αυτό:
Μου αρέσει! Φόρτωση...
Σχετικά
This entry was posted on 31 Μαρτίου, 2013 στις 5:08 μμ and is filed under Αναδημοσιεύσεις, Β.ΗΠΕΙΡΟΣ, ΜΕΛΙΑ.
Με ετικέτα: Ανδρέας Μαρτίνος, Δρυμάδες, ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΓΡΑΜΜΕΣ, Ιωάννης Χρ. Γιαννάκενας, εκδόσεις Πελασγός. You can follow any responses to this entry through the RSS 2.0 feed.
You can leave a response, ή trackback from your own site.
juliet said
Την της εθνικής αντίστασης την αποστέλουν υποθέτω κανονικά ; Τι ρωτάω ;
Μέλια said
Τι λες τώρα όλοι ίσα κι όμοια;;;
Καλησπέρα juliet
ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΕΝΕΕΥΣ said
Συνονόματε,εἶσαι Ἥρωας.Ἀγάντα καί θά τά καταφέρουμε κι ἐτοῦτη τήν φορά