ΑΒΕΡΩΦ

Διαδικτυακό Θωρηκτό

  • Ἡ Ἱστορία,ΔΕΝ ἀλλάζει !

  • Ἡ Μακεδονία εἶναι Ε Λ Λ Α Δ Α

  • Πρόσφατα άρθρα

  • Kατηγορίες

  • Υπέρ της ζωής, κατά των εκτρώσεων

  • ΓΙΑ ΣΥΝΔΡΟΜΕΣ

  • Η ΒΟΡ.ΗΠΕΙΡΟΣ ΕΙΝΑΙ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

  • Ἀπό τήν Φλωρεντία,στήν ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ

  • ΜΕΤΑΜΟΥΣΕΙΟΝ – Θ/Κ «Γ.ΑΒΕΡΩΦ»

  • Μαθαίνουμε…

  • ΓΡΑΜΜΑΤΙΚΗ

  • ΣΥΝΤΑΚΤΙΚΟΝ

  • ΝΕΩΤΕΡΟ ΕΓΚΥΚΛΟΠΑΙΔΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ «ΗΛΙΟΥ»

  • ΜΕΓΑ ΛΕΞΙΚΟΝ (Δ.ΔΗΜΗΤΡΑΚΟΥ)

  • ΛΕΞΙΚΟΝ ΗΣΥΧΙΟΥ

  • ΛΕΞΙΚΟΝ «LIDDEL-SCOTT»

  • ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ

  • ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΑ

  • 324 – 1453

  • ΧΡΟΝΙΚΟΝ ΤΗΣ ΑΛΩΣΕΩΣ

  • 1 8 2 1

  • Ἀπομνημονεύματα Ἡρώων τοῦ 1821

  • Ὁ ΕΛΛΗΝΟ – ΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ τοῦ…

  • ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΣ ΑΓΩΝ (1904-8)

  • ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ ’12- ’13

  • ΤΟ ΠΝ ΤΙΜΑ ΤΟΥΣ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΥΣ

  • Α’ ΠΠ (1914-18)

  • Μ.ΑΣΙΑ (1919-22)

  • O X I (1940-41)

  • ΙΩΑΝ.ΜΕΤΑΞΑΣ

  • ΕΑΡΙΝΗ ΕΠΙΘΕΣΙΣ (9-24 Μαρ.1941)

  • Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΟΧΥΡΩΝ (1941)

  • Η ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (1941)

  • Β’ ΠΠ (1 9 4 1 – 4)

  • ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ Θ/Κ «ΓΕΩΡ. ΑΒΕΡΩΦ»

  • ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗΣ

  • ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ

  • ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ ΣΟΛΩΜΟΣ

  • ΕΓΕΡΤΗΡΙΟΝ ΣΑΛΠΙΣΜΑ

  • Πρόσφατα σχόλια

    Σπυρίδων Τσιτσίγκος στη ΤΙΜΩΡΕΙ Ο ΘΕΟΣ;
    ΗΛΙΑΣ ΚΟΤΡΩΝΗΣ στη Συνταγματάρχης Δημήτρης Θεοτόκ…
    Πες το με ποίηση (38… στη Ο Θείος Βράχος
    ΕΛΕΝΗ ΚΟΥΤΜΑΝΗ στη Η οξεία κραυγή των αμνών
    Παναγιωτης σχοινεζος στη Συνταγματάρχης Δημήτρης Θεοτόκ…
  • Ὁ Γκρεμιστής Κωστῆ Παλαμᾶ

  • Θ/Κ «Γ. ΑΒΕΡΩΦ» ΣΗΜΑ 3 Δεκ.1912

  • ΟΡΚΟΣ ΕΦΗΒΩΝ

  • ΟΡΚΟΣ ΤΩΝ ΦΙΛΙΚΩΝ

  • ——————————

  • ΦΟΡΕΣΙΕΣ καί ΑΡΜΑΤΑ τοῦ ’21

  • Η ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ (1838)

  • ΠΑΥΛΟΣ ΜΕΛΑΣ (1974) …ἡ ταινία

  • ΒΟΥΛΓΑΡΙΚΑΙ ΩΜΟΤΗΤΕΣ

  • Μία ἀνοικτή πληγή Μνήμης 1914-23

  • Η ΜΑΥΡΗ ΒΙΒΛΟΣ ΤΗΣ ΚΑΤΟΧΗΣ

  • ——————————

  • Ζημίαι τῶν ἀρχαιοτήτων έκ τοῦ πολέμου καί τῶν στρατευμάτων κατοχῆς (1946)

  • Ο ΦΙΛΕΛΛΗΝ ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΟΣ

  • ΘΑ ΑΝΟΙΞΗι Ο ΦΑΚΕΛΛΟΣ ;

  • ΑΘΑΝΑΤΟΙ !!!

  • 1944-49

  • ΑΓΕΛΑΣΤΟΣ ΠΕΤΡΑ

  • ΣΕΜΝΩΝ ΘΕΩΝ

  • ΟΙ ΤΥΜΒΩΡΥΧΟΙ ΤΩΝ ΘΕΩΝ

  • ΔΙΟΛΚΟΣ,ΓΙΑ 1500 ΧΡΟΝΙΑ

  • ΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ

  • ΟΧΙ ΣΤΟ ΤΖΑΜΙ

  • M.K.I.E.

  • Γιά ἀποπληρωμή ἐξωτ.χρεῶν,μόνο…

  • Ἡ ἔξοδός μας,εἶναι ἡ Κ_ _ _ά _α τους !

  • ΜΗΝ ΑΝΗΣΥΧΕΙΣ…

  • INSIDE JOB

ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

Posted by Πετροβούβαλος στο 2 Οκτωβρίου, 2012

της Κόριννας

.

Ἀντί νὰ εὐχηθῶ «Καλή Λευτεριά», σᾶς ἀφιερώνω αὐτὸ τὸ ἔξοχο ποίημα τοῦ Σικελιανοῦ.

ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ

Ἐψυχομάχα ὁ Διγενής στὸ σιδερὸ κρεββάτι.
Τὸν τριγυρίζαν οἱ γιατροί, μὲ τὰ χαρτιὰ στὸ χέρι,
κι ἀπόξω καρτερούσανε δικοὶ καὶ συντοπίτες.

Θέλαν νὰ μποῦνε νὰ τὸν ἰδοῦν κι ἀκόμα ἀκροφοβοῦνταν…..

Σηκώνει τὸ κεφάλι του καὶ λέει στὴν ἀδελφή του:

Ἄστους νὰ μποῦνε νὰ μὲ ἰδοῦν κι ἔχω καλά μαντάτα.
Τί τώρα δὰ εἶχ᾿ἀντάμωση μὲ τὸν Καραϊσκάκη,
κι ὁ Μακρυγιάννης ἔστεκε σιμὰ κι ἀφουγκραζόταν:
«Γιάννη, ἑτοιμάσου να᾿ρχεσαι νὰ στήσουμε ταμπούρι
στὸν κάτω κόσμο μυστικὸ καὶ θέμε τ᾿ἅρματά σου.
Καὶ θέλουμε τὴν γνώμη σου καὶ θ᾿ἄχεις τὴν δική μας.
Τί τώρα κρίνεται ἡ ζωή βαριὰ τῆς Ρωμιοσύνης,
καί πρωτοσυμβουλάτορα Σέ κράζουμε κοντά μας!»

Ἀκούμπησε ὁ Διγενής στὸ σιδερὸ κρεββάτι,
κι ἀπὲ τὰ μάτια γύρισε στὴν πόρτα καὶ ξανάπε:

Πέστους νὰ μποῦν ὅλοι μαζὶ κι ἀς μὴν ἀκροφοβοῦνται.
Τ᾿ἦρτε ὁ καιρὸς γιὰ σύναξη τρανή παλληκαριῶνε
Μιὰ ὁρμήνεια θέλω νὰ τοὺς πῶ, καὶ βιάζομαι νὰ φύγω:

.

ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ, ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΩΣ ΤΑ ΥΨΗ,

ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΩΣ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ ΤΗ ΛΕΥΤΕΡΙΑ ΩΣ ΤΟΝ ΑΔΗ,

ΚΙ ΑΠΕΚΕΙ, Τ ᾿ΑΛΛΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΛΑ, ΑΠΑΝΩ Η ΚΑΤΟΥ ΚΟΣΜΟΣ!

.

10 Σχόλια προς “ΒΛΑΧΟΓΙΑΝΝΗΣ”

  1. Μέλια said

    Κόριννα καλή σου μέρα
    Σ’ ευχαριστώ γιατί αυτό το ποίημα του Σικελιανού…. δεν το γνώριζα!!.

    Μακρυγιάννης
    (Σικελιανός)

    1. Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε
    απ’ τις σκόνες σκεπασμένο, το δίστομο σπαθί του λόγου σου
    στον ήλιο, Μακρυγιάννη,

    2. Κι απάνω και στις δυο πλευρές γραφή
    Απ’ τη μια, τα λόγια αυτά Σου χαραγμένα, στρατηγέ μας:
    «Τη λευτεριά μας τούτη δεν την ήβραμε στο δρόμο,
    και δε θα μπούμε εύκολα στου αυγού το τσόφλι,
    γιατί δεν είμαστε κλωσόπουλα, σ’ αυτό να ξαναμπούμε πίσω
    μα εγίναμε πουλιά και τώρα πια στο τσόφλι μέσα δε χωρούμε».

    3. Κι απ’ τη δεύτερη πλευρά, γραφή άλλη χαραγμένη:
    «Απάνω στην αλήθεια μου ακόμα και τον θάνατο τον δέχομαι
    τις τόσες φορές τον θάνατο εζύγωσα, αδερφοί μου και δε με πήρε,
    που για τούτο, το θάνατο καταφρονώ,
    κι απάνω στην αλήθεια μου πεθαίνω».

    4. Χαρά σε κειόν που πρωτοσήκωσε απ’ το χώμα αυτήν τη σπάθα
    και τέτοια διάβασε απάνω της βαγγέλια…

    • Κόριννα said

      Καλὸ μασημέρι Μέλια.

      Εἶναι ἕνα ἀπὸ τὰ ποιήματα ποὺ διάβασα τελευταίως.

      Οὔτε καὶ ἐγώ τὸ ἤξερα.

      Βρῆκα πώς ταιριάζει στὸ σήμερα.

  2. Πἐτρεεεεεεεεεεε,γιατί αὐτός ὁ σύντεκνος κρατᾶ τήν Ἑλληνική σημαῖα κι ὄχι αὐτήν πού μᾶς ἔδειχνε ἡ Βόϊδοφων;Πάλι συνωμοτεῖς;

  3. Φαίη said

    Άνθρωποι με ΥΨΗΛΑ ΙΔΑΝΙΚΑ.
    Ποια Λευτεριά ήθελε;
    ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ.
    Τώρα όλοι θέλουν να είναι ‘ελεύθεροι’ και είναι σκλάβοι.
    Κοίτα να δεις κάτι πράγματα…

  4. dyspistos said

    Ki αν δεν «ήρτε» ακόμη, Κόριννα, έρχεται ταχιά » ο καιρός για σύναξη τρανή παλληκαριώνε».
    Πού θα πάει, θα φανερωθεί ξανά ο Διγενής Ακρίτας, δε γίνεται αλλοιώς.
    Νάσαι καλά.

    Ετσι, Φαίη, όπως τάπες είναι. Αλλα ανέμιζε στις κουβέντες του ο Διγενής, άλλα σκεφτόμαστε εμείς: νάμαστε ελεύθεροι να παίρνουμε καμμιά μίζα, να μην πληρώνουμε ΙΚΑ, να χρεωνόμαστε για μια τσάντα σινιέ κι ένα αυτοκίνητο, να δοκιμάζουμε και το τζι@ιντζι@@κι οι άντρες το…άλλο κι όλες αυτές τις «ελευθερίες» που μας παραχωρούν, για να μας στερήσουν τη μία και μοναδική.

  5. Διαμάντω said

    Φοβερό ποιήμα, σαν να το έγραψε σήμερα.

    Καλησπέρα σας και από εδώ (να μη γίνω γαϊδάρα 😆 )

  6. Ο Διγενής ψυχομαχεί
    κι η γης τόνε τρομάζει
    κι η πλάκα τον ανατριχιά
    πως θα τόνε σκεπάσει
    γιατί από ‘κειά που κοίτεται
    λόγια ‘ντρειωμένου λέει:

  7. GEODETIS said

    θα βάλω το αγαπημένο μου ποίημα….. αυτό που γεμίζει τα μάτια μου δάκρυα …… μου του διάβαζε ο πατέρας μου όταν ήμουν παιδάκι ………

    Ἀριστοτέλης Βαλαωρίτης

    Ὁ Ἀστραπόγιαννος
    (προσφορὰ τῆς Ἀγγελικῆς Βενολιᾶ)

    «Λαμπέτη ἐδείλιασα !…Τὰ σωθικά μου
    ἄσπλαχνο ἐθέρισε βόλι, πικρό.
    Νεκρὰ στὸ σκάνδαλο τὰ δάκτυλά μου
    βλέπεις ἐπάγωσαν…Δῶσ’ μου νερό…

    »Λαμπέτη, ἐσβήστηκα!…Ὥραν τὴν ὥρα
    φεύγει ἀνυπόμονη, πετᾶ ἡ ψυχή.
    Στὰ κρύα τὰ χείλη μου στέκεται τώρα·
    σκύψε καὶ πιέ τηνε μ ‘ ἕνα φιλί .

    »Λαμπέτη χόρτασε τὴ δύναμή μου.
    Μέσα στὰ στήθια σου θέλω νὰ βρῶ
    στερνὸ λημέρι σου, θέλω ἡ πνοή μου
    νὰ βρῆ στὰ σπλάχνα σου τὸν οὐρανό .

    »Μόχτα κι ἐπλάκωσαν σὰν ἄγριοι σκύλοι
    γιὰ τὸ κεφάλι μου …τί καρτερεῖς ;…
    Φορτώσου τ’ ἄρματα, τὸ καρυοφύλλι,
    κόψε γρήγορα…μὴ μ’ ἀρνηθῆς.

    »Λαμπέτη, σφόγγισε, τρίψε μὲ χῶμα
    τὸ γιαταγάνι σου, κι εἶναι θολό…
    Πῶς κλαῖς ;…τί δέρνεσαι ;…Τρίψε το ἀκόμα …
    Μὴν τρέμεις …ζύγωσε …Δῶσ ‘ μου νὰ ἰδῶ .

    »Τὸ αἷμα τ’ ἄπιστο μὲ τὸ δικό μου
    δὲ θέλω ἐπάνω μου ν’ ἀνταμωθῆ,
    φαρμάκι ἀγλύκαντο μὲς τὸ λαιμό μου
    δὲ θέλω σύντροφο κάτου στὴ γῆ .

    »Χτύπα Λαμπέτη μου!…Ἅπλωσε, πιάσε,
    σφίξε στὰ δάκτυλα τ ‘ ἄσπρα μαλλιά …
    Τὰ χέρια ἐσταύρωσα …Μὴ μὲ φοβᾶσαι …
    Κόψε με…πάρε με στὴν ἀγκαλιά».

    Ὁλόρθο ἐπέταξε τ’ ἄξιο λεπίδι,
    τ ‘ ἀγέρι ἐξέσχισε , παίρνει φτερό ,
    ἄστραψ ‘ ἐσφύριξε γοργὸ σὰ φίδι ,
    τὸ δέντρο ἐλύγισε στὴ γῆ νεκρό .

    Βαρειὰ σπαράζει φοβερὴ στὸ χέρι τοῦ Λαμπέτη
    ἡ κάρα τ ‘ Ἀστραπόγιαννου . Τὸ μάτι ἀνταριασμένο
    τοῦ σκοτωμένου τρεῖς φορὲς ἀνεβοκατεβαίνει
    καὶ βασιλεύει σκοτεινό. Στὸ μέτωπό του ἡ νύχτα
    ἄλλο σημάδι ὀπίσω της παρὰ στ ‘ ἀχνὸ τὸ στόμα ,
    σὰ μιὰν ἀχτίδα φεγγαριοῦ στὸ μάρμαρο τοῦ τάφου ,
    ἕνα χαμόγελο βουβό , νεκρό , σαβανωμένο
    τοῦ γέροντα τ ‘ ἀρματωλοῦ τὰ κάτασπρα τὰ γένια .
    Σπρώχνει στὴ θήκη κόκκινο τὸ γιαταγάνι ὁ κλέφτης ,
    κι ἁρπάζει τὸ δισάκι του! Στὴ μιὰ μεριὰ φορτώνει
    τὸ κρίθινό του τὸ ψωμί , στὴν ἄλλη ματωμένο
    τὸ λείψανό του τ ‘ ἀκριβό . Τὸ δάκτυλό του βάφει
    στὸ αἷμα , π ‘ ἄφριζε στὴ γῆ , σταυρώνει τὸ κουφάρι
    καὶ χάνεται στὴ λαγκαδιά …Καπνὸς ὁ πεζοδρόμος .

    Τρέχουνε πίσω του ξαγριωμένοι
    πενῆντα Λιάπηδες τὸν κυνηγοῦν.
    Ὁ ἥσκιος ἔφευγε , πετᾶ , διαβαίνει …
    Ἡ νύχτα ἐπλάκωνε , λυσσομανοῦν .

    Στὴ ράχη ἐμαύρισε σὰ συγνεφάκι…
    Ἀδειάζουν τ ‘ ἄρματα …στέκουν νὰ ἰδοῦν .
    Βροχὴ τὰ βόλια τους, μὲς στὸ δισάκι
    τὸν Ἀστραπόγιαννο ψόφια χτυποῦν .

    Ὁ κλέφτης ἄνοιξε τὸ πάτημά του,
    πηδᾶ χαλάσματα καὶ λαγκαδιές ,
    παίρνει τὸ λείψανο στὴν ἀγκαλιά του …
    Κάλλιο στὴν πλάτη του χίλιες βολιές.

    Ἀγριοπρίναρα, παλούρια, βάτοι
    τὴ σάρκα τὤτρωγαν , ὅθε διαβῆ .
    Τὸ αἷμα του ἔβαψε τὸ μονοπάτι,
    ἐμπρὸς τρισκότειδο καὶ πίσω ἐχθροί .

    Στὸ χιόνι ἐβάλτωνε τὸ παλληκάρι
    τὴ γλώσσα τὤφρυγε δίψα σκληρή ,
    νύχτα θεότυφλη χωρὶς φεγγάρι ,
    καὶ δὲν ἀπόσταινε , πάντα πατεῖ .

    Περνοῦν μεσάνυκτα κι ἡ πούλια σβήεται,
    τὰ πλάγια ἀσπρίζουνε, σιμώνει ἡ αὐγή.
    Στέκει…ἀκουρμαίνεται…δὲν ἀγροικιέται
    κανένα πάτημα…παντοῦ σιγή.

    Ξυπνοῦν οἱ πέρδικες στὸ χαραμέρι…
    Στὸ λόγγο ἐρίχτηκε, γύρω θωρεῖ…
    Γνωρίζει ἀνέλπιστα παλιὸ λημέρι,
    τὴ βρύση ἐξάνοιξε πὤτρεχ’ ἐκεῖ.

    Πάλι ἀκουρμαίνεται…γέρνει τ’ αὐτιά του,
    πέφτει τ’ ἀπίστομα, τὴ γῆ ρωτᾶ…
    Χτύπο δὲν ἄκουσε…Μόν’ ἡ καρδιά του
    μέσα στὰ στήθια του βαρεῖ, πετᾶ.
    Τοῦ φάνηκε ὅτι ἐξέφυγε…Ἐμέτρησ’ ἕνα ἕνα
    τ’ ἄρματα τ’ Ἀστραπόγιαννου, δὲν ἔχασε κανένα
    τὸ μαῦρο τὸ κλεφτόπουλο στὸ φοβερό του δρόμο
    Σιμὰ στὴ βρύση ἐκάθισε, κατέβασε ἀπ’ τὸν ὦμο
    τὸ ἔρμο τὸ δισάκι του…Τὸ μάτι του ἔχει ἀντάρα…
    Ἁπλώνει μὲς τὸ σάβανο τὸ χέρι μὲ λαχτάρα…
    Σφίγγει τὰ κρύα τὰ μαλλιά…Ὁ νοῦς του ἀνεμοζάλη…
    ξεσέρνει τὸ κεφάλι.

    Μ’ ἀνατριχίλα τὸ θωρεῖ. Στὰ χόρτα τὸ καθίζει,
    παίρνει στὴ φούχτα του νερό, τὸ νίβει, τὸ χτενίζει.
    Ζερβιὰ τοῦ βάνει τὸ σπαθί, δεξιὰ τὸ καριοφύλλι,
    πλένει τὸ στόμα του βουβὸ καὶ στὰ νεκρά του χείλη
    βρίσκει ὁ Λαμπέτης ἄσβηστο, σὰ νἆταν πετρωμένο,
    τοῦ γέρου τὸ χαμόγελο γλυκ’ ἀποκοιμισμένο.
    Τότε ἐξαλάφρωσε ἡ καρδιά, τότε ἕνα δάκρυ πέφτει
    στὸ πρόσωπο τοῦ κλέφτη.

    Ἔνοιωσε ὅτι εἶχε τὴν εὐχὴ τοῦ ἀρματωλοῦ μαζί του
    καὶ ξεσυγνέφιασε μὲ μιᾶς ἡ θολερὴ ψυχή του.
    Τοῦ φάνηκε ὁλοζώντανος ἐκεῖ μὲ τ’ ἄρματά του
    ὁ γέροντάς του νηστικὸς ὅτι ἔστεκε σιμά του.
    Κόβει βλαστάρια τρυφερά, τὴ φτέρη ξεφυλλίζει,
    παίρνει ἕνα κρίθινο ψωμί, στὴ μέση τὸ χωρίζει
    καὶ τὴ μιὰ σφήνα ἀπὸ τὲς δυὸ τὴ δίνει στὸ κεφάλι
    κι αὐτὸς κρατεῖ τὴν ἄλλη.

    «Ξύπνα, Ἀστραπόγιαννε, γλυκοχαράζει,
    γιατί ἐκοιμήθηκες τόσο βαριά;
    Ξύπνα ὁ Λαμπέτης σου γλυκὰ σὲ κράζει
    νὰ ἰδῆς τὰ φράξα σου, τὰ κρύα νερά.

    »Τὰ μάτια ἄνοιξε, ψυχοπατέρα,
    νὰ ἰδῆς ποὺ σ’ ἔφερα σὲ μιὰ βραδιά.
    Μὲς στὸ λημέρι σου μ’ ηὕρηκ’ ἡ μέρα,
    τὤχω, Ἀστραπόγιαννε, κρυφὴ χαρά.

    »Θυμᾶσαι; ἀνήλικο μ’ εἶχε πετάξει
    στὸ δρόμο ἡ μοῖρα μου, μικρό, μικρό,
    τὴ μάννα οἱ ἄπιστοι μοὔχανε σφάξει,
    στὸ λόγγο ἐκρύφτηκα γυμνό, ὀρφανό.

    »Ἐδῶ ἐπρωτώρθαμε…Μ’ ἀκοῦς, πατέρα;…
    Ἐδῶ μ’ ἀνάστησες νεκρό, φτωχό.
    Ἐδῶ μ’ ἐπότισες δροσιὰ κι ἀγέρα,
    μ’ ἔκανες ἔλατο, πατέρα, ἐδῶ.

    »Πρῶτος σὺ μὤδειξες τοῦ ἐχθροῦ τὴν ὄψη
    καὶ σὺ μ’ ἐβάφτισες μὲς στὴ φωτιά.
    Ποιός νὰ σοῦ τὄλεγε πὼς θὰ σὲ κόψη,
    τὸ χέρι πὤμαθες νὰ πολεμᾶ;

    »Ξύπν’ Ἀστραπόγιαννε, καὶ κοίταξέ με,
    φάγε μ’ ἐμένα λίγο ψωμί,
    φόρεσε τ’ ἄρματα χαιρέτησέ με,
    ξύπνα, ζωντάνεψε κι ἦλθε ἡ αὐγή.

    »Ἐσὺ ἐπρωτόδινες ψηλὲ στὸ βράχο
    τὸ καλημέρισμα στὸν ἀητό,
    σὺ πρῶτος ἔδειχνες σ’ ἐμέ, στὸ Ζάχο,
    τὸ γλυκοχάραμα στὸν οὐρανό.

    »Τότ’ ἐξεφύτρωνες σὰ κυπαρίσσι
    στὰ καταρράχια μας τρομαχτικό.
    Τὸν ἥσκιο σου ἔστενες νὰ φοβερίση
    κατὰ τὰ Σάλωνα…καὶ τώρα ἐδῶ.

    »Ὁ Ζάχος ἔπεσε…κι ἦταν γραμμένο
    ἐγώ, Ἀστραπόγιαννε, πάλ’ ὀρφανό,
    τὸ ξυλοκρέβατο γιὰ σὲ νὰ γένω,
    γιὰ σέ, πατέρα μου, γῆ νὰ ζητῶ».

    Κι ἐκεῖ ποὺ ὁ δύστυχος μοιρολογοῦσε
    μὲ μιᾶς αὐτιάζεται…κι ἕνα σκυλὶ
    μακρὰ τοῦ φάνηκε σὰ ν’ ἀλυχτοῦσε,
    κούφια σὰν κι ἄκουσε ποδοβολή.

    Τὰ δένδρα ἐσείστηκαν, τὰ χαμοκλάδια·
    σκιασμένα ἐπρόβαιναν συχνὰ συχνὰ
    πλατώνια, ἀγριόπουλα, λαγοί, ζαρκάδια…
    Μὴν ἐπαγάνιζε ἡ Λιαπουριά;…

    Σκύφτει ἀκουρμαίνεται…σιμών ἡ ἀντάρα…
    Τοὖβραν τὸ πάτημα στὸ χιόνι οἱ ἐχθροί.
    Ἁρπάζει τ’ ἄρματα, κρύβει τὴν κάρα,
    πετᾶ, ἀναλήφτηκε σὰν ἀστραπή.

    Τρέχει ἐδῶθ’ ἐκεῖθε γέρνει
    ἡ ἔρμη φτέρνα στὸ βουνό,
    μαῦρο κῦμα ἀνεμοδέρνει
    καὶ δὲ βρίσκει ἕνα γιαλό.

    Τὸν ἐπῆρε γι’ ἀγωγιάτη
    Χάρος ἄγρυπνος, σκληρός…
    Σαλαγάει, βαρεῖ τὴν πλάτη
    πάντα πίσω του ὁ νεκρός.

    Στὸ τυφλὸ τὸ τρέξιμό του
    μὲς τὴ φοῦχτα του ἁρπαχτὰ
    γιὰ νὰ βρέξη τὸ λαιμό του
    πίνει πάχνη καὶ περνᾶ.

    Τὸν ἐθέριζε ἄγρια πεῖνα
    καὶ δὲν ἔχει ἄλλο ψωμί…
    Στὸ σακκί του μένει ἡ σφῆνα
    τ’ Ἀστραπόγιαννου ξερή.

    Στ’ ἀχαμνὰ τὰ δάχτυλά του
    τὴν ἐπῆρε μιὰ φορά…
    Θολωμένη εἶν’ ἡ ματιά του
    καὶ τὰ χείλη του ἀνοιχτά.

    Ὅλος ἔτρεμε…στὸ στόμα
    τὴν ἐζύγωσε σκιαχτά…
    Δὲν ἁμάρτησε, ὄχι ἀκόμα…
    Ἀναστέναξε βαρειά.

    Μὲ μιᾶς τὤφυγ’ ἕνα δάκρυ,
    τὴν ἐφίλησα γλυκά,
    καὶ στὸν κόρφο σὲ μιὰν ἄκρη
    τὴν ἐχώνιασε βαθειά.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

 
Αρέσει σε %d bloggers: